Νάξος: Το Καστράκι και οι άνθρωποί του (Α’ Μέρος)

Σοφία Α. Σουλή, Δημοσιογράφος - Συγγραφέας/Παλιό Φιλώτι

απο Cyclades Open

Το Καστράκι της Νάξου είναι ο κυρίαρχος τόπος μου. Κι αυτοί είναι οι άνθρωποί του, όπως τους παρουσιάζει η Σοφία Α. Σουλή και αναδημοσιεύει-ευτυχώς για όσους θέλουν να μαθαίνουν ή να θυμούνται- η σελίδα του Κωνσταντή Α. Ψαρρά “Το Παλιό Φιλώτι”.

Αν μπορούσε να εκφραστεί μ’ ένα τραγούδι ο τόπος μου και οι άνθρωποί του αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την “Αγία Νοσταλγία” του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Μια νοσταλγία που δεν εξωραΐζεται, υπάρχει ανάγκη να θυμάσαι έτσι όπως ήταν, ν’ αποδέχεσαι ή να εναντιώνεσαι αναλόγως για το παρόν και το μέλλον. Του τόπου και το δικό σου.

Αγία νοσταλγία της μνήμης αδερφή
είσαι αγκάθι βάλσαμο τραγούδι και στριγκλιά μαζί

Κάποιους ανθρώπους τους πρόλαβα. Πρόλαβα να νιώσω την ενέργειά τους, μικρό παιδί καθώς ήμουν δεν ήταν ακόμα δυνατό να εξηγήσω ή να κατατάξω ανθρώπους και ενέργειες, μόνο να νιώσω.

Η ταβέρνα του Αποστολογιάννη για παράδειγμα ήταν μια μικρή εκδρομή για ένα παιδί 5 χρονών και επιπλέον περιείχε και την αναμονή για ένα παγωτό ή αναψυκτικό καθώς στο Καστράκι δεν είχε ρευματοδοτηθεί όλη η περιοχή. Αυτό έγινε σταδιακά.

Είναι μια διαδρομή με τα πόδια, χωρίς αυτοκίνητο, είναι η όψη της θάλασσας και η μυρωδιά απ’ τα χωράφια ανακατεμένη με το ιώδιο του θαλασσινού νερού, είναι τα χρώματα ανάλογα με την εποχή, η γεύση και μια οπτική αντίληψη από το ύψος των ματιών της παιδικής μου ηλικίας, όλα αυτά τα συστατικά που-τελικά- μεγάλωσαν τον ενήλικα του σήμερα.

Αυτό είναι το πρώτο μέρος όπως το κατέθεσε στη συλλογική μας μνήμη η Φιλωτίτισσα δημοσιογράφος και συγγραφέας Σοφία Α. Σουλή:

Πριν αρκετά χρόνια, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καστρακίου «Παναγία Γρηγορούσα» πραγματοποίησε μια όμορφη πρωτοβουλία του Δ.Σ. να εκδώσει ένα ημερολόγιο για το 2001, που αναφερόταν στους πρώτους κατοίκους και νοικοκύρηδες του Κάμπου στο Καστράκι. Η Αγγελική Σαλτερή – Δεουδέ κι η Έλενα Λιάκου – Μουστάκη είχαν αναλάβει τις εργασίες για το έντυπο, κι είχαν αναθέσει σε μένα να γράψω τα κείμενα. Επειδή ο χώρος της εδώ σελίδας φιλοξενεί πολλούς συντοπίτες μας και στο Καστράκι υπήρχαν κι αρκετοί Φιλωτίτες, σκεφτήκαμε να παρουσιάσουμε κι εδώ αυτές τις ανεπανάληπτες μορφές των ανθρώπων μιας παλιότερης εποχής.

Όλοι εμείς που από παιδιά ζήσαμε τα καλοκαίρια μας στο Καστράκι, νιώθουμε μιαν άλλη μυρωδιά στον αέρα, όταν το αυτοκίνητο στρίβει στις τελευταίες κορδέλες του «αμαξωτού» κι αντικρίσουμε την μαγευτική του παραλία, κατακαλόκαιρο.

Ένα άρωμα αλμύρας που σμίγει με τα ξερά άχυρα από τα γεννήματα, μια γεύση γης δεμένη με την ολημερίς ψημένη στον ήλιο πέτρα… Όλα φαντάζουν μαγικά κάτω απ’ το φως, ένα φως που δεν δικαιώνει απλά, το κυκλαδίτικο άσπρο και γαλανό αλλά δίνει διάσταση σ’ ένα μαγικό κόσμο που όλο το μυστικό της μαγείας του είναι η απλότητα της ομορφιάς κι η ομορφιά της απλότητάς του. Τίποτα άλλο. Αυτό είναι το Καστράκι μας, με τα γνώριμα μονοπάτια με τα θυμάρια, τις γραφικές αμμουδιές, τις κρυστάλλινες θάλασσες, τα σπίτια που σιγά σιγά πληθαίνουν, τα λίγα πια, περιβόλια, τα ζώα, τις αγροικίες και τους ανθρώπους του… Τους ανθρώπους του…

Από χρονιά σε χρονιά, όταν ζυγώναμε να φτάσουμε, τότε έρχονταν στο νου μας οι άνθρωποι που περιμέναμε να συναντήσουμε εκεί… Ήταν κάποιοι άνθρωποι, αναπόσπαστοι απ’ το τοπίο, απ’ το χώρο, που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το Καστράκι χωρίς αυτούς. Ήταν αυτοί που είχαν τον Κάμπο για σπίτι τους, χειμώνα καλοκαίρι, κι όταν ερχόμασταν εμείς, οι «ξενικοί» το τοπίο άλλαζε γι’ αυτούς … Όμως για μας, ήταν αδιανόητο πως θα περνούσαμε απ’ τα μέρη τους και δε θα ήταν εκεί να μας καλωσορίσουν και στη συνέχεια να περάσουμε απογεύματα ή βραδιές με όμορφες συζητήσεις, για τα ντόπια, τα περασμένα, τα νέα, τα ευτράπελα ή τα πιπεράτα, πλάι στο ποτήρι της ρακής, του κρασιού, ή στη δροσιά του νερού και τη γλύκα του λουκουμιού και της βανίλιας…

Ότι είναι αδιανόητο, γίνεται με το χρόνο πραγματικότητα, αφήνοντάς μας μια ζωηρή ανάμνηση και μια γλυκιά νοσταλγία, για τους ανθρώπους αυτούς, που δεν είναι πια ανάμεσά μας… Κι είναι να απορεί κανείς, πώς ήρθε ξανά το καλοκαίρι, χωρίς τον Αποστολογιάννη να μας περιμένει στην αυλή της ταβέρνας του… χωρίς την κυρά Βασίλω να κυνηγά τις κότες πίσω απ’ τα σκιερά της δέντρα… χωρίς τον μπάρμπα Γιάννη Βασιλικό, τον Λιόπουλο, να έρχεται σκυφτός από πέρα με τα σαλιγκάρια που μόλις μάζεψε… χωρίς τον Ηλία τον Σαλτερή να μπαίνει και να βγαίνει από τα κτήματα στο μαγαζί, να οδηγεί το φορτηγό του και να τρέχει στις Τρίποδες… και χωρίς τόσους και τόσους που έδιναν στα καλοκαίρια μας αυτό που τώρα λείπει: την ψυχή των ανθρώπων του Καστρακιού… Κάτι μέρες σαν κι αυτή, ίσως αναρωτηθήκαμε πόσα ξέρουμε, αλήθεια, για τη ζωή των ανθρώπων αυτών που ήταν κομμάτι της γλυκιάς, ξέγνοιαστης και αγνής εποχής που γνωρίσαμε κοντά τους.

Ας προσπαθήσουμε να τους θυμηθούμε όλους μαζί και τον καθένα χωριστά, έτσι απλά…

Ο Αποστολογιάννης (Ιωάννης Σταματίου Αποστολόπουλος, 1900 – 1992) με τη γυναίκα του Αγγελική και την κόρη τους Αθανασία

Ιωάννης Σταματίου Αποστολόπουλος (Αποστολογιάννης)

Γεννήθηκε το 1900 στο Φιλώτι. Σε πολύ νεαρή ηλικία κατατάχτηκε στην Χωροφυλακή και υπηρέτησε στη Μύκονο και στην Τήνο. Πήρε μέρος σαν στρατιώτης στο Μικρασιατικό πόλεμο κι έφτασε μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο. Διάλεξε πιστό του ταίρι την Αγγελική Μινιώτη – Κάτζα, Μικρασιάτισσα πρόσφυγα από τη Σμύρνη, που ήταν η καλύτερη εργάτρια στα καπνά και την στεφανώθηκε το 1928. Στις Τρίποδες έστησαν το σπιτικό τους. Το 1936 κατατάχτηκε στην Αγροφυλακή. Στα χρόνια της Κατοχής εργάστηκε σκληρά προστατεύοντας την περιοχή των Τριπόδων από τους κλέφτες. Ήταν ικανότατος στο να ανακαλύπτει τους δράστες και τα κλοπιμαία κι έτσι έσωσε πολλές οικογένειες και περιουσίες από την καταστροφή. Πήρε μέρος στη μάχη της Νάξου σε υπεύθυνη θέση, στο Κάστρο, όπου κινδύνεψε να σκοτωθεί. Το 1952 απολύθηκε από την Αγροφυλακή την οποία υπηρέτησε πιστά, χωρίς να του δοθεί η παραμικρή σύνταξη.

Ήταν φιλοπρόοδος και οραματιστής. Είχε ονειρευτεί το Καστράκι όπως αρχίζει να διαμορφώνεται τώρα και μπορούμε να πούμε ότι φρόντισε αρκετά γι’ αυτό. Το 1957 χάραξε τους δρόμους κι έκανε όλες τις ενέργειες για να ανοιχτούν, σε συνεργασία με τη Μ.Ο.Μ.Α. ώστε να επικοινωνεί το Καστράκι με τη Μικρή Βίγλα και το Αλυκό. Το 1955 έφτιαξε ένα υποτυπώδες λιμανάκι με πέτρες που έσπασε και κουβάλησε ο ίδιος. Από το 1959 άρχισε να πουλά οικόπεδα ενθαρρύνοντας κι άλλους να το κάνουν, για να αρχίσουν να έρχονται οι θερινοί κάτοικοι. Στη δεκαετία του ’60 εργάστηκε στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Για δέκα συνεχόμενα χρόνια υποστήριξε με τιμιότητα και αξιοπιστία τα ντόπια συμφέροντα πάντα εξυπηρετικός, πάντα συνεπής στα καθήκοντά του. Από το 1961 εγκαινίασε την φιλόξενη ταβέρνα του που όλοι γνωρίσαμε.

Σ’ αυτήν, δεν εύρισκε μόνο φαγητό και πιοτό ο περαστικός, ο ξένος, ο παραθεριστής ή ο τουρίστας: δεχόταν και το κέρασμα του Μπάρμπα Γιάννη με λογής λογής φιλέματα. Συνήθιζε να έρχεται να κάθεται στην κάθε παρέα και να πίνει ένα ποτήρι ή να λέει δυο λόγια, πάντα έξυπνα και σοφά, πάντα με χιούμορ, ώστε να γίνονται ανέκδοτα και την άλλη μέρα, αν όχι την ίδια, να κυκλοφορούν στο Καστράκι. Αν η παρέα ήταν ξένοι, θα τους ρώταγε για τον τόπο τους και τον προορισμό τους, αν ήταν κάποιοι από μας, ανέσυρε από το αρχείο των αναμνήσεών του ό,τι ήξερε για τα γονικά μας από πάππου προς πάππου, για να νιώσουμε οικειότητα. Παλιά αστεία περιστατικά που είχε ζήσει ή ακούσει για τους παππούδες μας ή τους γονιούς μας, παινέματα για τους πιο αξιόλογους… Κι ενώ κουβέντιαζε, λάμπαν τα μάτια του από τη χαρά που έβλεπε δικούς του ανθρώπους κι ας ήταν η τρίτη ή η τέταρτη γενιά αυτών που ο ίδιος γνώρισε… Το 1992 έφυγε ο Αποστολογιάννης, ο νοικοκύρης του Κάμπου που εμείς γνωρίσαμε και νοσταλγούμε…

Ο Ηλίας ο Προεριστός (Ηλίας Σαλτερής, 1925 – 1984) {αριστερά} στρατιώτης

Ηλίας Σαλτερής (Προεριστός)

Ο Ηλίας Σαλτερής γεννήθηκε το 1925 στο Χείμαρρο της Νάξου κι έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στη Μικρή Βίγλα. Στα σκληρά χρόνια της Κατοχής, αν και ήταν παιδί, εργάστηκε για την Εθνική Αντίσταση μαζί με την οικογένειά του. Φιλοξενούσαν με μεγάλο κίνδυνο, στο σπίτι τους στη Μικρή Βίγλα, τον ασύρματο της οργάνωσης που επικοινωνούσε με το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής. Ο ίδιος μετέφερε έγγραφα στις ντόπιες αντιστασιακές οργανώσεις, στη Χώρα. Η δράση του αυτή στην αντίσταση, έτυχε αναγνώρισης από την Πολιτεία. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία κατά τη δύσκολη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και πήρε μέρος σε σκληρές μάχες.

Το 1956 έκανε γάμο με την μοναχοκόρη του Αποστολογιάννη, Αθανασία Αποστολοπούλου και δημιούργησε μαζί της πολυμελή κι ωραία οικογένεια, ζώντας με τα πεθερικά του όπως με πραγματικούς γονείς. Όσοι δεν γνώριζαν τη σχέση πεθερού και γαμπρού, νόμιζαν ότι πρόκειται για πατέρα και γιο. Η παρουσία του τίμιου κι εργατικού Ηλία, στη ζωή, έμελλε να είναι σύντομη. Έφυγε από κοντά μας το 1986.

Ο Λιόπουλος (Ιωάννης Μιχαήλ Βασιλικός, 1898 – 1987)

Ιωάννης Μιχαήλ Βασιλικός (Λιόπουλος)

Γεννήθηκε στην αρχή του εικοστού αιώνα, το 1898, στο Φιλώτι όπου και πέρασε τη ζωή του.

Στο στρατό παρουσιάστηκε το 1918 και πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Υπηρέτησε μόνο δύο χρόνια γιατί ο πολύ αξιόλογος αδερφός του Βασίλης Βασιλικός, ήταν θύμα πολέμου, κατά τη συμμετοχή του στο εκστρατευτικό μας σώμα στη Ρωσία. Παντρεύτηκε την Μαρία του Μισάρικου (Μαρία Ηλία Μουστάκη) και απόκτησε δυο παιδιά. Η κτηματική του περιουσία, πριν από το Καστράκι, ήταν στις Ποταμίδες. Έφυγε από κοντά μας το 1987 σε ηλικία 89 ετών.

(Συνεχίζεται…)

Φωτογραφίες: Παλιό Φιλώτι/Κωνσταντής Ψαρράς

Φωτογραφία εξωφύλλου: Ο Ναός της Παναγίας της Γρηγορούσας (Εννιάμερα της Παναγίας) στο Καστράκι. Ο Ναός αναγήρθηκε δαπάνη της Ευαγγελίας Κρασσά – Βασιλικού (1927 – 2022).

Δείτε επίσης