Η αθηναϊκή συνοικία του Ψυρρή και οι Ναξιώτες, μέσα απ’ τη γραφή του Γιώργη Προμπονά-Κότε

απο Cyclades Open

Ο λαϊκός λογοτέχνης Γιώργης Προμπονάς-Κότες έφυγε πρόσφατα απ’ τη ζωή. Με κείμενα γραμμένα στην ντοπιολαλιά της Νάξου έχει εξιστορήσει και διασώσει ήθη και έθιμα του νησιού, έχει περιγράψει χαρακτήρες κι έχει ταξιδέψει τον αναγνώστη -ερευνητή στη Νάξο των δύσκολων εποχών: της Κατοχής, του Εμφυλίου, της φτώχιας , των λίγων αγαθών. Άλλες εποχές και άλλοι άνθρωποι. Άλλοτε τραχείς σαν ορεινά περάσματα στα βουνά, δυνατοί κι άλλοτε άνθρωποι σαν δέντρα που τα χτύπησε ο κεραυνός μέσα στην μπόρα, άλλα αντέξανε κι άλλα έπεσαν τσακισμένα.

Ο ίδιος ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος που αν και οικοδόμος, ως άλλος επίμονος κηπουρός καλλιέργησε τη μνήμη για ν’ ανθίσει στο μέλλον μέσα απ’ τα γραπτά του, κόντρα σε όσα του όριζε η μοίρα. Πήρε τη ζωή στα χέρια του και την οδήγησε από δρόμο δύσκολο στο φως. Ίσως γιατί μοίρα είναι μόνο ο δρόμος που αποφασίζουμε να χαράξουμε οι ίδιοι δίνοντας μάχες μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας όσες αντιξοότητες κι αν συναντήσουμε. Άνθρωπος των λίγων γραμμάτων που κι αυτά τα έμαθε σε μεγάλη ηλικία είχε τον τρόπο και το ταλέντο να σε οδηγεί με τη διήγησή του στα μέρη που εκείνος περπάτησε και να σε κάνει να δεις με τα δικά σου μάτια όσα αντίκριζε ο ίδιος όπως τ’ αφηγούνταν.

Η σελίδα του Κωνσταντή Αντ. Ψαρρά “Το Παλιό Φιλώτι” αναδημοσιεύει ένα κείμενο του Γιώργη Προμπονά-Κότε όπου αναφέρεται στην συνοικία του Ψυρρή. Στου Ψυρρή, στην πρωτεύουσα…εκεί που η φτώχια της νησιώτικης επαρχίας έσπρωξε νέους και νέες με το όνειρο μια καλύτερης ζωής, εκεί που σαν έβγαινες ένιωθες να μην σου λείπει η Νάξος που άφησες πίσω σου.

Και είναι δύσκολο να μην συγκινηθώ διαβάζοντας τις περασμένες εποχές που περιγράφει ο Γιώργης Προμπονάς-Κότες, αφού μου θυμίζουν τις διηγήσεις του πατέρα μου, που άκουγα παιδί. Άλλωστε του Ψυρρή και η πλατεία του Χριστού είναι και η δική μου γειτονιά, εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα ως παιδί, εκεί ρίζωσαν οι πρώτες μου μνήμες.

Ακόμα και τώρα, μισό αιώνα σχεδόν αργότερα, κάθε μεγάλη μου απόφαση έχει περάσει πρώτα από την Χριστοκοπίδου και την πλατεία Χριστού. Σαν μια τελετουργία άντλησης δύναμης που δεν νικά ο χρόνος…

Στο κείμενο που ακολουθεί ο Γιώργης Προμπονάς-Κότες μέσα σε μια μονάχα μέρα , ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2015 καταφέρνει ν’ ανιστορηθεί πρόσωπα και γεγονότα, ιστορικά πρόσωπα όπως ο Γλέζος και ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και να περιγράψει τη ζωή, τα επαγγέλματα και τις συνήθειες των συντοπιτών του ναξιωτών στην “Μικρή Νάξο” που ήταν η περιοχή του Ψυρρή.

Ειρήνη Προμπονά

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΨΥΡΡΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΞΙΩΤΕΣ

(του Γιώργη Προμπονά – Κότε, 1931 – 2022)

Το Σάββατο που πέρασε, δηλαδή στις 19 Δεκέμβρη 2015, είπα να πάω μέχρι του Ψυρρή, να θυμηθώ τα παλιά. Πρώτη φορά από το Σύνταγμα επήα με το Μετρό στο Μοναστηράκι. Επάγωσα σύγκορμος οντές με πααίνε οι σκάλες στα ήμπιθα τση γης. Α δε γελιέμαι, θαρρώ πως είναι το πιο βαθύ μέρος του Μετρό. Στο άψε σβήσε εβρέθηκα στο έμπα της οδού Αθηνάς, ήπηρα τη Μιαούλη, μα οντές επήα στην οδό Μαυρογένους, εσφήνωσένε στο μυαλό μου το παλιό Ψυρρή, ας πούμε η δεκαετία του ’50 που το ’52 είχα έρθει από την Αξιά. Εθυμήθηκα όπου κάθε Κυριακή, από το έρμα τση μέρας μέχρι αργά εσεργιανίζανε τα αξώτικα κοπελούδια που δουλεύανε υπηρέτριες, είτε μαέρισσες στα πλουσιόσπιτα. Κάθε Κυριακή και κάθε τέτοια ώρα, επαναλαμβάνω, αμέτρητες φορές επααίνανε στην οδό Μιαούλη. Από τη γωνία Μαυρογένους μέχρι τον Άη Δημήτρη, ήτανε στιγμές που ανταμώναμε με κοπέλια αξώτικα και κουβεντιάζανε χωρίς ταμπού. Ετύχαινε να ήτανε, είτε συγγενείς, είτε χωριανοί, είτε αρραβωνιασμένοι. Άμα περνούσανε ξενοπασάρικα κοπέλια και κάνανε λάθος εκτίμηση και λέανε ερωτόλογα στα κοπελούδια, ώσπου να γυρίσεις να δεις είχανε πέσει απάνω τους πέντε έξι κοπέλια, τους ρίχνανε μπουνιές μέχρι που τους ρίχνανε κάτω αιμόφυρτους.

Οι νταντάδες βγαίνανε τη Δευτέρα την ίδια ώρα. Τις έβλεπες, στητές στητές με τα μαλλιά κώτσο, είτε ρολό, χωρίς φκιασίδια στη θωριά, φαρδοφουστανάτες, με χαμηλά παπούτσια. Όταν ήμουνε φαντάρος στην Κόρινθο, ήτανε καλοκαίρι και πήρα άδεια σαρανταοκτάωρη και καθόμουν στου Συριανού το καφενείο και ξαφνικά να η συνδέκνισσα μας η Άννα Προμπονά «Γρύλαινα». Ήτανε η μακαρίτισσα σαν την Ειρήνη Παππά, αψηλή, λεβέντισσα. Με χαιρέτησε κι απέ μου λέει: «Για έλα να σου πω κουμπαράκι». Μόλις στρίψαμε στην οδό Παλλάδος άνοιξε τη τσάντα της και μου έδωσε δυο δεκάρικα χάρτινα, ας είναι καλά εκεί που είναι… Το Σάββατο που πέρασε λέω, εσταμάτηξα απόξω στο μα(γ)ερειό των Πουλουδάδων και μούρθανε στο νου οι αδελφοί Πουλουδή, εκεί ήτανε η «αξιώτικη πρεσβεία». Ήτανε το μαγειρειό της εργατιάς. Ο Μιχαλιός ερεποσάριζε μέσα κι έξω από την κουζίνα, ο Γιάννος εσέρβιρε ο ίδιος, επίτηδες για να γιομίζει τα πιάτα, όσο χώρο είχανε. Το μεσημεριανό φαί ήτανε έτοιμο από τις δώδεκα το μεσημέρι και πααίνανε οι τσαγκαράδες με όλους τους μαγαζάτορες μέχρι τις τρεις και την ταρατσώνανε που λένε. Θυμούμαι το προσωπικό, το μάγερα, ένα μεσόκοπο Φιλωτίτη, που ήτανε από μικρό κοπέλι στην Αθήνα (το όνομα του το έχω ξεχάσει), τα γκαρσόνια, το Γεράσιμο και τον Αντώνη τον Κόκκινο και το Μανώλη τον Κονομάκη, που ήτανε στην καθαριότητα. Το βραδινό φαί ήτανε έτοιμο νωρίς. Εσκολούσανε οι Αξιώτες από τις πέντε και ερχότανε παρέες- παρέες. Οι Μονιάτες μένανε στα Πετράλωνα και περνούσανε πρώτα από των Πουλουδάδων για να φάνε. Οι Φιλωτίτες μένανε στο Θησείο και στου Ψυρρή. Όλοι είμαστε εργένηδες, όπως οι Δαμαριωνίτες- Χειμαρροτσικαλαριώτες- Κεραμιώτες- Καλοξυλίτες. Όλοι στων Πουλουδάδων τρώγαμε. Οι Απεραθίτες είχαν αρχίσει να τοπώνουνε στο Γαλάτσι, γι’ αυτό ερχότανε λίγοι.

Στην άλλη γωνία Μιαούλη και Παλλάδος, ήτανε το καφενείο του Γ. Συριανού. Οι πελάτες ήτανε Τραγαιάτες – Δαμαριωνίτες – Σαγκριώτες και μερικοί Φιλωτίτες. Οι Φιλωτίτες επααίνανε στο νοτιοδυτικό μέρος της πλατείας που ήτανε το φιλωτίτικο καφενείο του Στεφάνου Βλασερού, του «Ορφανού». Στην πλατεία νοτιοανατολικά, ήτανε το μανάβικο των αδελφών Γιαμούρη Μανώλη και Σταύρου από τον Καλόξυλο. Βόρεια της πλατείας, που είναι το τρίγωνο κτίριο, που αριστερά είναι η Αριστοφάνους και δεξιά Αγίου Δημητρίου, ήτανε το καφενείο του Παππαμανώλη από τα Δωδεκάνησα. Σ’ αυτό το καφενείο πηγαίνανε οι Απεραθίτες (γι’ αυτό το λέγανε απεραθίτικο καφενείο). Όμως όσο περνούσαν τα χρόνια, αραιώνανε και πηγαίνανε στο Γαλάτσι – Κυψέλη – Άγιοι Ανάργυροι κλπ. Μείνανε όμως μέχρι τελευταία ορισμένοι, ο Μαρκομανώλης, ο Κημπουρογιάννης, ο Φουντουλοδημήτρης, οι Σαρρήδες και ο Διαλεχτογιάννης. Λοιπόν αφήνοντας την πλατεία και πηγαίνοντας βόρεια προς την οδό του Άη Δημήτρη, αμέσως δεξιά ήτανε των Βαλληδράδων το μαγαζί χοντρικής πώλησης ναξιακών προϊόντων. Ο Νικόλας με την αδελφή τους Κούλα Βαλληνδρά- Ααρών ήτανε στις πωλήσεις, ο Βασίλης ήτανε ο επί των διοικητικών υποθέσεων. Αριστερά ήτανε, και υπάρχει ακόμα, το διώροφο αρχοντικό των Ναυπλιώτηδων. Στα τριάντα μέτρα βόρεια, αριστερά λοξά, μπαίνεις στην οδό Αισχύλου. Δεξιά συνεχίζει η οδός Άη Δημήτρη, στις δυο γωνίες είναι ένα τριγωνικό κτίριο όπου ήτανε το καφενείο του Μανώλη του Γιάννη Λιανόπουλου (του Μανωλάκη της Καλλιώς). Στο καφενείο του Λιανόπουλου πηγαίνανε απ’ όλα τα χώρια, πιότεροι όμως Φιλωτίτες. Στην Αριστοφάνους, σαράντα μέτρα περίπου στην πλατεία πιο πέρα, ήτανε το καφενείο τ’ Αλιμπερτά. Ο Αλιμπερτάς ήτανε Δαμαριωνοδαμαλιώτης και οι πιότεροι πελάτες ήτανε από τα χωριά. Οι τακτικοί πελάτες ήτανε οι αδελφοί Συριανού, Στέλιος και Νικόλας (Μπαρόνης), ο Μιχάλης ο Δέτσης (Πλαστήρας), ο Αντώνης Τσιμπλάκης του Σταβρή (Φούρναρης), ο Δημήτριος Τσιμπλάκης (Κρανιώτης), ο Αντρέας Μαγερόπουλος (Γιαλεός) κι ο Μανώλης ο Ισπανόπουλος (Χαλκίτης), ο Γιάννης ο Γρατσίας (Ράφτης) από τον Καλόξυλο και ο Βασίλης ο Αγγελής. Αυτούς τους αναφέρω επειδή δεν περνούσε μέρα να μην περάσουν από εκεί. Οι Δανακιώτες πααίνανε απέναντι στο καφενείο του Συριανού, που ήτανε το καφενεδάκι του Δανακιώτη Δρυμαλίτη. Οι Χωραίτες και από τα δυτικά χωριά τσ’ Αξιάς, επαίανε στου Στεκούλη στην Πανεπιστημίου, απέναντι από την αρχή Θεμιστοκλέους. Μετέπειτα αφού κατεδαφίστηκε, πηγαίνανε στη στοά Θεμιστοκλέους και βεβαίως πηγαίνανε και απ’ όλα τα ναξιώτικα χωριά. Οι Απεραθίτες κάνανε στέκι στην πλατεία Κάνιγγος, απέναντι στο Υπουργείο Εμπορίου. Προοδευτικά από την Άνω Κυψέλη και Γαλάτσι οι Κόρωνο-Σκαδιο-Μεσώτες ριζώσανε στο Γουδί, οι Κωμιακίτες απ’ την αρχή γίνανε Γαλατσιώτες , οι Κυνιδαριώτες πήγανε στη Λυκόβρυση έως Αγίους Αναργύρους, γενικά στα βόρεια προάστια.

Ο σκοπός μου είναι να γράψω ότι πρόφθασα στου Ψυρρή και ότι υπάρχει ακόμα. Εγώ έμενα στην Πλάκα, προτού να πάω στρατιώτης. Όταν απολύθηκα, κάνα εξάμηνο έμενα στο Χαϊδάρι, έπειτα από το ’57, μέχρι το ’63 που παντρεύτηκα, μένω στην Ηλιούπολη. Μέχρι το ’88, κάθε απόγευμα, πήγαινα στου Ψυρρή, στο καφενείο των αδελφών Μανιού, που μέχρι πρόσφατα ήτανε στην πλατεία του Χριστού. Εκεί είναι και το γραφείο του Συλλόγου Φιλωτιτών. Αυτό το κομμάτι είναι ζωντανό ακόμα, εξαιτίας των Φιλωτιτών. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 στην οδό Αγίων Αναργύρων, λίγα μέτρα δυτικά της πλατείας Ψυρρή, αριστερά ήτανε το μαγαζί του Σκαδιώτη Σαχά, που πουλούσε κάρβουνα τόνους κάθε χρόνο. Τα καταναλώνανε οι ράφτες για να σιδερώνουνε και οι νοικοκυρές, μα τον χειμώνα στις φουφούδες και στα μαγκάλια. Ήτανε και οι ταχυδρόμοι που φέρνανε και παίρνανε τ’ αποδοσίδια. Γι’ αυτό πολλοί Αξιώτες από πολλά χωριά, ερχότανε στου Ψυρρή να φέρνουνε και να παίρνουνε αποδοσίδια. Οι Φιλωτίτες ταχυδρόμοι ήτανε οι εξής: Σουλής Βασίλης (Τζαμπάλας), Κρασσάς Γεώργιος (Βουρλιώτης), Λιανόπουλος Δημήτρης (Καμηλάρης), Βρούτσης Δημήτρης (Κόζος), Γλυμακόπουλος Σπύρος, Κοττάκης Κώστας (Υψηλάντης). Απεραθίτες ήτανε ο Σοϊλές Βασίλης (Αντάμης), ο Νανούρης Νικόλας, ο Οικονόμου (Χαρχαλιάς) και ο Μυτιληναίος Φλώριος. Οι Δαμαριωνίτες ήτανε Βασίλης Γρατσίας (Τζας), Δημήτρης Τζανετής (Βόζης). Οι Τραγαιάτες ήτανε ο Μανώλης Μαράκης (Καρνάβαλος), Βασιλάκης Αντώνης (της Αθηνάς), Βασαλάκης Βάσος, Τζανετής Γιάννης (Αντάμης) και ο Μανώλης Προμπονάς (Πλέος). Θυμήθηκα και τον Κωμιακίτη Κωνσταντινίδη, που είχε μαγαζί με Ναξιώτικα προϊόντα.

Θυμάμαι και τις προεκλογικές ομιλίες. Ο Μανώλης Γλέζος μιλούσε μια φορά πριν την Χούντα στο καφενείο του Λιανόπουλου, μα οι ακροατές ήτανε πιότεροι αστυνομικοί. Στο ίδιο καφενείο μιλούσε ο Ν. Μανδηλαράς στις προεκλογικές που δεν άφησε να γίνουν η Χούντα. Επεριμέναμε όλοι ανυπόμονα, να τον ακούσουμε. Ένας μεσόκοπος βοσκός Φιλωτίτης, ανέβαινε απ’ όξω απ’ των Βαλληδράδων οπού έτυχε εκείνες τις μέρες να είχε έρθει απ’ τη Νάξο και απ’ όπου συμπεραίνω θα τον είχε κι άλλη φορά ακούσει γιατί έλεγε σ’ έναν άλλο, που τον συνόδευε: «Τώρα που θα τον ακούσω Γιάννη, θα ξαναγεννηθώ». Ο μεσόκοπος ήτανε ο Γιώργης Κρασσάς και το έλεγε του Τσαούκου.

Ακόμα θυμάμαι τσ’ Απόκριες που βάζανε βιολιά και τζαμπουνοντούμπακα. Πολλές φορές ερχότανε στα χέρια ποιος θα πάρει τη σειρά. Την άλλη μέρα τρώγανε μαζί στων Πουλουδάδων και τσουγκρίζανε τα ποτήρια τους. Στου Λιανόπουλου θυμάμαι τον Γιώργο Κονιτόπουλο, με την αδελφή του Ειρήνη, το λαουτιέρη δεν τον θυμάμαι. Στων Πουλουδάδων έπαιζαν ο Κουκουλάρης με το Φυρογένη, στου Παππαμανώλη έπαιζαν μια χρονιά ο Κώστας Κονιτόπουλος με το Νικολό του Κοντοέργη, ο Νικολός λαούτο και ο Κώστας τραγουδούσε. Εκείνο που είναι πασίγνωστο είναι το Μεγαλοβδομαδιάτικο παζάρι μέσα στην πλατεία Ψυρρή και στους δρόμους Μιαούλη έως τον Άη Δημήτρη. Από τη Μεγάλη Δευτέρα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, ερχότανε φορτηγά απ’ την Αξιά, φορτωμένα αρνόριφα και τυρομύζηθρα. Ορισμένα φορτηγά πηγαίνανε στην περιοχή Ψυρρή και ξεφορτώνανε σε παλιά ακατοίκητα σπίτια και οικόπεδα, που κατά καιρούς τα είχανε οι κατασκευαστές κατεδαφίσει για αντιπαροχή. Τα βοσκοκόπελα συνοδεύανε τα προϊόντα τους και τα ξεφορτώνανε στους χώρους που αναφέρω. Από τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί το στέκι του καθενός ήτανε έτοιμο. Δίπλα στα στέκια, είχανε τα καφάσα, με τα τυρομύζηθρα και τα μοστράρανε, απάνω στα τραπέζα.

Τα τελευταία χρόνια ένα ζωντανό κομμάτι είναι στην πλατεία του Χριστού εκατό μέτρα βορειοδυτικά από την πλατεία Ψυρρή. Τη ζωντάνια τη δίνουνε ο Σύλλογος Φιλωτιτών και το καφενείο των αδελφών Μανιού. Είναι αλήθεια ότι και παλαιότερα και τώρα, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό Ναξιωτών ήτανε και είναι Φιλωτίτες. Εκεί ήτανε οι σιδεράδες, ο Στεφανάκος Παγίδας, ο Μανώλης ο Λιόφαγος και στην πλατεία Αβησσυνίας κοντά ο Κώστας Προμπονάς (Όπας), επίσης και ο ξυλογλύπτης Ν. Γρατσίας (του Λενά). Ακόμα το ραφείο Γιάννη Γρατσία (Χατζή) και του Ανωμερίτη (από τους Χατζηπετράδες). Κοντά στον Χριστό, μαγαζί είχε ανοίξει ο Γιώργος Πουλουδής του Μιχαλιού δίπλα στων Βαλληνδράδων και πουλούσε ναξιακά προϊόντα. Απέναντι, δίπλα στων Ναυπλιωτέων, ήτανε ένα μικρό μαγαζί ενός Βρούτση (Μπιργιέρη) όμως δεν θυμάμαι τι πουλούσε. Κοντά στων Βαλληνδράδων είχε ανοίξει καφενείο ο γιος του Βασίλη Κρασσά (Καραβασίλη). Στην πλατεία, ανατολικά, είχε κουρείο ο Δημήτρης Βρούτσης, γιος της Κοπανομαρίνας, βραβευμένος από την ομοσπονδία τους, ως ο καλύτερος κομμωτής. Προπολεμικά μαγαζιά ήτανε μες στην πλατεία ακόμα η υπόγεια ταβέρνα των Προμπονάδων (Ζαξαίηδων). Στη γωνία πλατεία και Μιαούλη, ήτανε το καφενείο Ανωμερίτη, πάππου του Υπουργού Γιώργου Ανωμερίτη. Εκεί δίπλα είχε μαγαζί ο Γιώργος Εμμανουήλ Ισπανόπουλος με ψιλικά. Πολλά χρόνια οι Αξιώτες ερχότανε στην Αθήνα, συνήθως τα αποκαλόκαιρα, όταν δηλαδή τελειώνανε τ’ αλωνέματα και τα τυροκομιά.

Σε όποια περιοχή δουλέψαμε είτε είμαστε κάτοικοι χειμώνα καλοκαίρι, είτε διμηνοτριμηνίτες, στο σκολασμό όποιος δεν περνούσε από του Ψυρρή να πιεί καφέ κι αν ήτανε εργένης α φάει, κάποιο αναπάντεχο είτε για καλό είτε αναποδιά του είχε συμβεί. Μες στου Ψυρρή έμεναν και οικογένειες από προπολεμικά, είτε μετά το 1944. Κάθε Σαρακοστή, μέχρι την Ανάσταση, οι εκκλησές Αγίων Αναργύρων και τ’ Άη Δημήτρη, στον εκκλησιασμό οι πιότεροι ήταν Αξιώτες, το μεγαλύτερο μέρος Φιλωτίτες. Το ’56 έμενα στο Βύρωνα και ένα Μεγάλο Σάββατο απ’ το μεσημέρι που πηγαινοερχόμουνα μες το παζάρι, όπου ήτανε οι τελευταίες στιγμές αντάμωσα το μακαρίτη το Βασίλη του Βλασερολιού. «Γειά σου Κότε, μετά την Ανάσταση νάρθεις να φάμε μαζί, που έχω κάμποσα πατσαδάκια, από τα χασαπιά». Πράγματι πήγα εκεί κοντά στην Πλατεία έμενε, θαρρώ στην οδό Πιττάκη; Η παρέα ήτανε μεγάλη. Φάγαμε τα πατσαδάκια και ξινομυζήθρα. Μπορώ να μην γράψω ότι του Ψυρρή ήτανε και είναι ακόμα το μεγαλύτερο μέρος Φιλωτίτικο; Του Ψυρρή μπορεί να είναι αναβαθμισμένο, αλλά όμως, εάν δεν υπήρχε ακόμα το παζάρι της Λαμπρής, θα είχε χαθεί τελείως. Του Ψυρρή είχε και μελανές στιγμές. Μες στην πλατεία, σκοτώσανε την εποχή του Εμφυλίου πολέμου του Τζανετή Νικόλα (Ντραμπάκουλα) το γιο από το Δαμαριώνα. Τόνε σκοτώσανε οι ταγματασφαλίτες, αφού τους τον υποδείξανε οι ντόπιοι. Το καφενείο του Μανιού το είχε ενοικιασμένο αρκετά χρόνια ο Αντώνης ο Σωμαρίπας (Αντωνέλης), που ήτανε απ’ το Κεραμί, θαρρώ προς τη δεκαετία του ’70.

Με αγάπη ο Κοτοέργης

Δείτε επίσης