Η Μαρίνα φόρεσε στον γάτο της, τον Ασπιρίνη, την καινούρια του κορδέλα. Ήταν γαλάζια και κατέληγε σε έναν χαριτωμένο φιόγκο. Στην αρχή εκείνος κουνιόταν πέρα – δώθε αλλά μάλλον στην πορεία κατάλαβε πως θα ήταν πολύ γοητευτικός με την γαλάζια του κορδέλα και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η διαδικασία. Στο τέλος την έγλειψε καλά – καλά, έτσι για να γνωριστεί μαζί της.
Η Μαρίνα ήταν περήφανη για τον γάτο της. Τον είχε “ανακαλύψει” ο μπαμπάς της στον κήπο τους όταν ήταν μικρούλης και εγκαταλελειμμένος κι από τότε, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της μαμάς, ο Ασπιρίνης έγινε μέλος της οικογένειάς τους. Τους συνήθισε και τον συνήθισαν. Και, τώρα πια όλοι ήξερα ότι, εκτός από ομορφούλης – καθώς ήταν κάτασπρος εκτός από το αριστερό του αυτί που ήταν κοκκινωπό-, ήταν κι ένας έξυπνος γάτος.
Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Θα τον πήγαιναν για την τακτική του επίσκεψη στον κτηνίατρο. Έλεγχος, εμβολιασμός, καλλωπισμός. Ο μπαμπάς της είχε ξεκαθαρίσει πως πρέπει να είναι πολύ συνεπής και με την υγεία και με την υγιεινή του κατοικιδίου της. Για να περάσουν όλοι τους καλά, είχαν μπει φυσικά μερικοί κανόνες, τους οποίους και φρόντιζαν να τηρούν. Ε, καλά, δηλαδή… τις περισσότερες φορές! Γιατί η Μαρίνα και λιχουδιές του έδινε κάτω από το τραπέζι όταν μπορούσε, και τον έπαιρνε μερικές φορές μαζί της στο κρεβάτι για συντροφιά – εντάξει, αυτό το έκανε μόνο όταν έβρεχε κι υπήρχαν δυνατά μπουμπουνητά και φοβόταν πολύ.
Η Μαρίνα φυσικά δεν τον στόλιζε τόσο πολύ επειδή θα πήγαιναν στον κτηνίατρο. Της είχε υποσχεθεί ο μπαμπάς ότι, αφού το ραντεβού τους ήταν νωρίς, θα περνούσε να την πάρει από το σχολείο ΜΑΖΙ με τον Ασπιρίνη. Κι αυτή με τη σειρά της, και πάρα πολύ χαρούμενη γι’ αυτό, ανακοίνωσε στους συμμαθητές της πως θα τους έφερνε να δουν το γάτο της. Για καλό και για κακό, το είπε και στην δασκάλα τους, που συμφώνησε βεβαίως, όταν έμαθε ότι ο Ασπιρίνης είναι εμβολιασμένος, καθαρός κι έχει … εξαιρετικούς τρόπους!
Κάπως έτσι ο γάτος της Μαρίνας, έφτασε στην τάξη της λίγο μετά το κουδούνι που σήμανε το σχόλασμα. Μέσα στο “κουτί” μεταφοράς. Μέσα σε ένα λεπτό, όλα τα παιδιά της τάξης συγκεντρώθηκαν γύρω του.
«Ω! είναι κάτασπρος!», είπε η Σμαρώ.
«Δεν είναι τελείως άσπρος, έχει ένα κόκκινο αυτάκι!», είπε ο Βαγγέλης, που είχε δηλώσει πως αγαπά περισσότερο τους σκύλους αλλά είχε έρθει κι αυτός κοντά στα άλλα παιδιά να δει το γατί.
«Τι απαλό τρίχωμα έχει!»
«Και τι όμορφος φιόγκος!»
Κάθε παιδί είχε και κάτι να πει.
«Γιατί τον φωνάζετε με αυτό το όνομα;», ρώτησε η δασκάλα της Μαρίνας
«Όταν τον βρήκαμε ήταν χειμώνας, αυτός ήταν μικρούλης και είχε μείνει πολύ μόνος του. Την επόμενη μέρα, παρά το μπάνιο και τη ζεστασιά που είχαμε στο σπίτι, έδειχνε στ’ αλήθεια πολύ άρρωστος. Και μια φίλη της γιαγιάς, που έχει πολλές δικές της γάτες κι έχει περάσει πολλά μαζί τους, μας είπε να του δώσουμε “παιδική ασπιρίνη” λιωμένη στο γάλα του». Η Μαρίνα είχε πάρει ύφος πολύ σπουδαίο. «Κι αφού έγινε καλά, του έμεινε να τον φωνάζουμε έτσι!»
Όλη αυτή την ώρα, ο Ασπιρίνης καθόταν φρόνιμος και άφηνε να τον χαϊδέψουν όλα τα παιδιά. Που και που, έβγαζε τη ροζ γλωσίτσα του κι έγλειφε απαλά το χέρι της κυράς του. Μισόκλεινε και τα μάτια ευχαριστημένος από τα πολλά χάδια.
Τώρα, πώς της ήρθε της Μαρίνας να του βάλει λίγο νερό στο κουπάκι του; Στις γάτες δεν αρέσει το νερό, μα ο Ασπιρίνης είναι διαφορετικός. Κι η μικρούλα σκέφτηκε πως ίσως να του χρειαζόταν μια γουλιά νερό αφού είχαν να πάνε και στον κτηνίατρο.
Δεν μπορούσε όμως να ξέρει πως ο Ασπιρίνης, την είδε με την άκρη του ματιού του που έφευγε μακριά του και αποφάσισε να την ακολουθήσει. Γιατί είχε αρχίσει να βαριέται όλα αυτά τα χεράκια που το χάιδευαν τόση ώρα. Άλλωστε, η εξερεύνηση είναι στη φύση του. Για έναν γάτο, η τάξη της Μαρίνας, γεμάτη ζωγραφιές κι ένα σωρό θρανία και καρέκλες να χωθείς από κάτω, θα ήταν μάλλον ενδιαφέρουσα. Η εξερεύνησή της δεν θα ήταν αρκετή. Έπρεπε να προχωρήσει παραπέρα.
Κι έτσι ακολούθησε τη μυρωδιά της κυράς του και γλίστρησε στα σβέλτα ανάμεσα από τα χέρια – και από τα πόδια! – των συμμαθητών της.
Από εδώ και μετά, ένα πανδαιμόνιο δημιουργήθηκε. Ο Βαγγέλης-που-προτιμά-τους-σκύλους, ανέβηκε σε μια καρέκλα φωνάζοντας «πιάστε αυτό το άχρηστο γατί, θα μας φάει όλους!». Η Σμαρώ, ενώ τόση ώρα τον χάιδευε με μανία, τώρα κλαψούριζε «παρά λίγο να με γρατζουνίσει ο απαίσιος αυτός γάτος».
Όλοι μαζί λοιπόν, τον πήραν στο κυνήγι, κι αυτός όσο τον κυνηγούσαν τόσο πηδούσε από θρανίο σε καρέκλα και μπουρδουκλωνόταν στα πόδια τους. Στο τέλος, βγήκε από την ανοιχτή πόρτα της τάξης, με τα μισά παιδιά να τον ακολουθούν, και την κυρία τους πίσω από όλους.
Η Μαρίνα που ερχόταν από την άλλη μεριά του διαδρόμου με ένα μικρό κουπάκι νερό, προσπάθησε να τον πιάσει. Τραμπαλίστηκε ελαφρά, το νερό χύθηκε από το κουπάκι κι έπεσε το μισό στο πάτωμα και το άλλο μισό στο κεφάλι του Ασπιρίνη, που καθόλου δεν το ευχαριστήθηκε αυτό το μπάνιο! «Νιαρρρρ!» της έκανε θυμωμένος κι εξακολούθησε να τρέχει.
«Ψι-ψι-ψι», η Μαρίνα από πίσω του, τίποτε αυτός. Πήγε να μπει στη διπλανή αίθουσα αλλά δεν ήταν φαίνεται του γούστου του, και συνέχισε την πορεία του προς την αυλή. Για κακή του τύχη όμως, στο τέρμα του διαδρόμου, ήταν μαζεμένα τα “κακά παιδιά”. Πάντα υπάρχουν στα σχολεία “κακά παιδιά”. Είναι αυτά που τους αρέσει να τρομάζουν τους συμμαθητές τους, να τους χαλάνε τις τσάντες, να τους κλέβουν τα μολύβια και μηχανεύονται χίλιους δυο τρόπους για να τους πειράξουν. Που κάνουν καβγάδες και κυνηγάνε τους πάντες, με λόγο ή χωρίς λόγο. Είναι αυτά ακριβώς τα παιδιά που η Μαρίνα αποφεύγει πάντα, γιατί καμία όρεξη δεν έχει να μπλεχτεί σε κανενός είδους αντιπαράθεση. Χώρια που τα φοβάται και λιγάκι.
Η Μαρίνα “φρενάρισε” και σταμάτησε να τρέχει μόλις τους είδε, ενώ ο Ασπιρίνης πολεμούσε να περάσει κάτω από τα πόδια τους για να βγει έξω. Σιγά μην τον άφηναν! Δεν βλέπεις κάθε μέρα έναν γάτο στο σχολείο σου! Ο Σάκης, ο μεγαλύτερος, τον βούτηξε με φόρα και τον πήρε στην αγκαλιά του. Ο δύστυχος ο Ασπιρίνης στρεφόταν μια δεξιά και μια αριστερά, και κουνιόταν με όση δύναμη είχε, αλλά ο Σάκης ήταν πιο δυνατός και δεν μπορούσε να του ξεφύγει. Το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να προσπαθήσει να τον γρατζουνίσει – χωρίς να τα καταφέρει – και να τον απειλήσει με μερικά οργισμένα «νιαρρ!»
«Δικό σου είναι το τέρας;», ρώτησε την κοκαλωμένη Μαρίνα, ενώ οι “φίλοι” του χασκογελούσαν.
«Ο Ασπιρίνης είναι δικός μου και δεν είναι καθόλου τέρας αν θες να ξέρεις!». Α, όλα κι όλα, η Μαρίνα γινόταν “θηρίο” όταν της πείραζε κανείς αυτούς που αγαπάει. Ξε-κοκάλωσε.
«Τι όνομα! Μόνη σου το σκέφτηκες κοριτσάκι;». Τα χάχανα όλων τώρα ήταν δυνατότερα.
«Και τι σε νοιάζει εσένα τι όνομα θα δώσω εγώ στο δικό μου το γατί;». Πολλή ώρα μετά, που η Μαρίνα θα διηγούνταν την σκηνή στους δικούς της, θα απορούσε πού βρήκε τόσο θάρρος και μιλούσε στο Σάκη.
«Σε εμάς αρέσουν μόνο τα σκυλιά, μεγάλα, δυνατά και με κοφτερά δόντια. Σκυλιά που να κάνουν κάτι κοριτσάκια σαν εσένα μια χαψιά!» Αυτός που μίλησε ήταν ένας από τους “φίλους”, όχι ο ίδιος ο Σάκης. Ο Σάκης είχε σταματήσει να μιλά και ζουλούσε με μανία τον Ασπιρίνη, λες κι ήθελε να τον κάνει κομματάκια. «Και ξέρεις τι τα κάνουμε τα γατιά εμείς, ε, ξέρεις;» Δεν περίμενε φυσικά την απάντησή της, παρά έκανε ένα νόημα με το χέρι του στο λαιμό.
«Κάτω τα χέρια αμέσως από τον γάτο της φίλης μου!». Ο Βαγγέλης είχε φτάσει τρέχοντας κοντά στη Μαρίνα. Ο Βαγγέλης! Που φώναζε πριν μερικές στιγμές πως ο Ασπιρίνης “θα μας φάει όλους”. Ο Βαγγέλης-που-προτιμά-τους-σκύλους!
«Δε ντρέπεσαι να βασανίζεις ένα ζώο;» Η Σμαρώ, που ποτέ σχεδόν δεν μιλούσε σε όσους δεν γνώριζε, είχε περάσει μπροστά τους και κοιτούσε άγρια τον Σάκη – που του έφτανε μέχρι το πηγούνι του!
Τα υπόλοιπα παιδιά έφτασαν κοντά τους. Κι από πίσω η δασκάλα τους, που όμως από εκεί που στεκόταν δεν μπορούσε να δει πού βρισκόταν ο Ασπιρίνης.
«Δεν τον βασανίζω, να τον δω ήθελα μόνο!». Ο Σάκης, είτε είδε πως πια ήρθαν πολλά πιτσιρίκια είτε είδε την δασκάλα τους στο βάθος, αποφάσισε να κάνει τον καλό. Μάλιστα, έμοιαζε να χαϊδεύει το καημένο το γατάκι. Κι οι υπόλοιποι της παρέας του ήταν όλο χαμόγελα!
Αλλά ο Ασπιρίνης μπορεί να ήταν γάτος, δεν ήταν όμως χαζός. Όπως όλα τα ζώα, μπορούν να καταλάβουν ποιος τα αγαπά πραγματικά. Κι αν ξέρουν να ανταποδώσουν την αγάπη, το ίδιο μπορούν να κάνουν και με το πείραγμα. Τώρα λοιπόν, με ένα πολύ απότομο «νιαρρρ!”, ορθωμένα μουστάκια, άγριο βλέμμα και τα νύχια προτεταμένα, κατάφερε να αιφνιδιάσει το Σάκη και να του πατήσει μια πολύ γερή γρατζουνιά στο μπουφάν του. Τα νυχάκια του, που δεν ήταν να τα κοροϊδεύει κανείς, έγδαραν αρκετά βαθιά το ύφασμα. Ο Σάκης σχεδόν τον πέταξε κάτω κι εκείνος έτρεξε κατ’ ευθείαν έξω, σαν βολίδα.
Η Μαρίνα δεν ανησύχησε μην τον χάσει. Είχε να πει δυο λογάκια σε αυτόν τον … “παλικαρά”.
« Σε έχω δει πολλές φορές να κοροϊδεύεις συμμαθητές μου. Σε έχω δει άλλες τόσες να οργανώνεις το πώς θα τους πειράξεις με την περιβόητη “ομάδα” σου. Μιλάτε άσχημα τις περισσότερες φορές, ακόμη και μεταξύ σας. Και έχω αδιαφορήσει για σας. Αλλά αν σε ξαναδώ να κάνεις κάτι από όλα αυτά, κι ακόμη χειρότερα, αν σε δω ποτέ να πειράξεις σκύλο, γάτα, καναρίνι ή οποιοδήποτε ζώο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου!».
«Και μαζί μου!» είπαν μερικά ακόμη πιτσιρίκια. Ο Σάκης κι η παρέα του είχαν ζαρώσει κάπως. Και δεν έβγαζαν μιλιά. Ούτε φαίνονταν πια τόσο τρομακτικοί.
Από το άνοιγμα της πόρτας φάνηκε ο μπαμπάς της Μαρίνας, κρατώντας έναν ευτυχισμένο Ασπιρίνη στην αγκαλιά του. Τον είχε … “ψαρέψει” καθώς περιφερόταν στην αυλή του σχολείου. Κοιτούσε τα παιδιά που έμοιαζαν έτοιμα να πιαστούν στα χέρια. Αλλά η μικρή του κόρη δεν τον άφησε να πει κάτι.
«Πάμε παιδιά», είπε στους συμμαθητές της. «Ο Ασπιρίνης έχει ραντεβού στον κτηνίατρο κι εγώ πολύ διάβασμα μετά. Δεν αξίζει να δίνουμε σημασία σε αυτούς που δεν σέβονται τους μικρότερους και τα ζώα!»
Στο επεισόδιο δεν δόθηκε συνέχεια. Ούτε από τη Μαρίνα, ούτε από τον μπαμπά της, ούτε από τα υπόλοιπα παιδιά.