Ο Φλάφυ μαθαίνει γράμματα!

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

«Τι καλά που ήμουν στο νηπιαγωγείο! Τι ήθελα και μεγάλωσα;» αναρωτιόταν η Λίνα, καθώς έσερνε με χίλια ζόρια την τσάντα της γεμάτη από τα βιβλία της πρώτης τάξης του Δημοτικού. Τους τα είχαν μόλις σήμερα μοιράσει.

Στην αρχή, η Λίνα ήταν πολύ ενθουσιασμένη. Πολύ! Τα βιβλία είχαν όμορφες εικόνες. Και ίσως να είχαν και ωραίες ιστορίες – κάτω από τις εικόνες. Κι είχαν και αριθμούς. Τα κοίταζε και δεν τα χόρταινε. Από μόνα τους, τα καινούρια της βιβλία, σηματοδοτούσαν το ότι πια δεν θα ήταν ένα «νηπιαγωγάκι» αλλά μια «μαθήτρια του Δημοτικού». Αυτό της φαινόταν κα-τα-πλη-κτι-κό!

Και είναι σίγουρα καταπληκτικό. Είναι πλέον μεγάλο παιδί. Έχει και τσάντα και μολύβια και χάρακα και βιβλία. Απ’ όλα. Θα αγοράσει και τετράδια – τι γράφουν άραγε εκεί;

Αλλά άμα τα κουβαλάς αυτά τα «όλα», που είναι περισσότερο βαριά από ότι περίμενες κι από ότι αντέχεις, αλλάζεις γνώμη.

Η Λίνα κοίταξε την τσάντα της. Με το ζόρι κούμπωσε το φερμουάρ. Ήταν τόσο γεμάτη που πια δεν έμοιαζε με σχολική τσάντα αλλά με βαρέλι – σαν εκείνο που έχει ο παππούς στο χωριό το κρασί του.

«Σκέψου τώρα, όλα αυτά που γράφουν τα βιβλία μου, εγώ πρέπει να τα μάθω! Πώς γίνεται αυτό; Είμαι σίγουρη ότι είναι πολύ δύσκολο, πιο δύσκολο κι από το να τα κουβαλάω κάθε μέρα!»

«Πώς σου φάνηκε η πρώτη μέρα στην πρώτη τάξη;» ρώτησε η μαμά με το σχόλασμα.

«Η πρώτη μέρα καλή ήταν, άντε να δούμε πώς θα είναι οι επόμενες!» αποκρίθηκε η Λίνα και προχώρησε βιαστική για το σπίτι.

«Σου άρεσαν τα καινούρια σου βιβλία;» ρώτησε ο μπαμπάς το απόγευμα.

«Πολύ! Έχουν πολύ ωραία εμφάνιση μπαμπά! Αλλά, πρέπει να μάθω όλα αυτά τα πράγματα που γράφουν μέσα;»

«Ε, φυσικά καλή μου, κι αυτά κι άλλα πολλά πράγματα έχεις να μαθαίνεις τώρα που είσαι πια μια κανονική μαθήτρια!»

«Μμμμ…» είπε η Λίνα κι εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της. Ήθελε οπωσδήποτε μία αγκαλιά από τον Φλάφυ.

Ποιος είναι αυτός; Μα…., είναι ο Φλάφυ. Στα νιάτα του μπορούσες να ξεχωρίσεις εύκολα ότι είναι ένα λούτρινο κοάλα, γκρι με άσπρη κοιλίτσα. Με τα χρόνια, η κοιλίτσα είχε γίνει λιγότερο άσπρη και περισσότερο γκρι, η γούνα του ήταν ξεφτισμένη σε μερικά σημεία, το ένα μάτι κοιτούσε δεξιά και το άλλο αριστερά και το αρχικό γκρι σκούρο της πλάτης του είχε πιτσιλιές με διάφορα χρώματα – από τους μαρκαδόρους της Λίνας που δεν είναι υδροδιαλυτοί. Είχε πλυθεί αρκετές φορές στο πλυντήριο και μερικές ακόμη από την ίδια τη Λίνα που δεν κατάφερε ποτέ να τον ξεβγάλει εντελώς, κι όμως δεν είχε διαμαρτυρηθεί καθόλου.  Παρέμενε, ακόμη και σε αυτό το χάλι, ο πιο πιστός φίλος της Λίνας κι ο πιο αγαπημένος.

Όταν η Λίνα ήταν μικρούλα, πήγαινε και χωνόταν στην αγκαλιά του σε κάθε δυσκολία. Ήταν μαλακός και ζεστός και τόσο μεγάλος, που άνετα χωρούσε ανάμεσα στα χέρια του. Αλλά η Λίνα μεγάλωσε και ψήλωσε ενώ ο Φλάφυ έμεινε ακριβώς όπως ήταν – σε μέγεθος τουλάχιστον. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμη πήγαινε και τρύπωνε κοντά του και τώρα πια του έλεγε κι όλα της τα προβλήματα. «Είναι ωραία τα κοτσιδάκια μου;» ρώτησε μια φορά και την άλλη «λες να βάλω σιδεράκια όταν μεγαλώσω; Τα μπροστινά μου δόντια δεν είναι ίσια…». Σήμερα λοιπόν, πήγε και τον ρώτησε:  «πώς θα τα μάθω όλα αυτά που γράφουν τα βιβλία μου; Μήπως είναι πολύ δύσκολα; Μήπως έπρεπε να μείνω λίγο ακόμη στο νηπιαγωγείο;» Μα ο Φλάφυ απάντηση δεν έδωσε – τις περισσότερες φορές δεν έδινε δηλαδή. Μόνο έγειρε πάνω της προστατευτικά.

«Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μου να βάλεις ένα χεράκι;» ρώτησε η Λίνα τον Φλάφυ το επόμενο πρωί. «Όχι να κουβαλήσεις την τσάντα μου – δεν είσαι τόσο δυνατός – αλλά να δεις το μάθημα και να ακούς τη δασκάλα μην τύχει και ξεχάσω κάτι εγώ!». Ο Φλάφυ δεν κουνήθηκε από την θέση του καθόλου. «Εμ, βέβαια! Μόνο εγώ ξυπνάω νωρίτερα τώρα που πάω στην πρώτη δημοτικού! Εσύ καλά θα την περάσεις εδώ, μαζί με τα άλλα παιχνίδια μου».  Κι η Λίνα έφυγε, πολύ αμφίβολη αν θα τα έβγαζε πέρα στο καινούριο σχολείο, με καινούρια δασκάλα, με καινούριους συμμαθητές και με καινούρια πράγματα να μάθει.

Όλη την επόμενη εβδομάδα, η Λίνα πηγαινο-ερχόταν στο σχολείο, κουβαλούσε τη βαριά της τσάντα, βρήκε νέους φίλους, αγάπησε την δασκάλα της και …. ξεχνούσε τα μισά από αυτά που έπρεπε να μάθει! Γυρνούσε στο σπίτι βέβαιη πως θα τα θυμόταν όλα σωστά, εδώ να γράψω αυτό εκεί να ζωγραφίσω το άλλο, μα στην πορεία όλο και κάτι της διέφευγε, και για κάτι άλλο δεν ήταν σίγουρη εάν πρέπει να γίνει έτσι ή αλλιώς.

«Άστα Φλάφυ», του εξομολογήθηκε ένα βράδυ πριν κοιμηθούν «δεν ξέρω τι να κάνω! Βγαίνω από την τάξη – τα θυμάμαι όλα. Έρχομαι στο σπίτι – έχω ήδη ξεχάσει μερικά. Μετά το φαγητό μπερδεύονται στο μυαλό μου και τα υπόλοιπα. Χθες μας είπε η κυρία να αντιγράψουμε το όνομά μας πέντε φορές κι και να ζωγραφίσουμε ένα λουλούδι για να στολίσουμε την τάξη μας. Εγώ έγραψα το όνομά μου σε όλα μου τα βιβλία αλλά όχι στο τετράδιο και ζωγράφισα πέντε μεγάλα λουλούδια! Ρεζίλι έγινα….». Ο Φλάφυ την περίμενε υπομονετικά να τελειώσει την κουβέντα της. Τα μεγάλα του μάτια ήταν γεμάτα κατανόηση.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να είναι όλα τόσο δύσκολα. Μου φαίνεται πως δεν έκανα καθόλου καλά που ήθελα να πάω στο Δημοτικό!» Ο Φλάφυ έγειρε πάνω της. «Το ξέρω ότι με αγαπάς καλέ μου!» του είπε κι αποκοιμήθηκε.

Αλλά η επόμενη – και τελευταία ευτυχώς! – μέρα της εβδομάδας, έκανε τη Λίνα να μπερδευτεί ακόμη περισσότερο. Και να γυρίσει σπίτι με κλάματα – αληθινά κλάματα, όχι αστεία σαν κι εκείνα που βάζει όταν πρέπει να φύγουν από την παιδική χαρά. Η μαμά, προκειμένου να την βοηθήσει, πήρε τηλέφωνο μια άλλη μαμά, κι εκείνη με τη σειρά της εξήγησε τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν με τις εργασίες τους τα παιδιά. Αλλά τη Λίνα την είχε πιάσει το παράπονο κι όσο περισσότερο της εξηγούσε η μαμά, τόσο εκείνη έκλαιγε! Μάταια προσπάθησε να την παρηγορήσει λέγοντας πως κι εκείνη, το θυμόταν καλά, είχε βρει μερικά “μπαστούνια” στις αρχές του σχολείου.

Κι έτσι βρέθηκε να παίζει – αντί να μελετά – με το αγαπημένο της παιχνίδι: να λούζει τα μαλλιά της κούκλας της. Η μαμά είπε πως αφού είναι τόσο στεναχωρημένη καλύτερα θα ήταν να περιμένουν τον μπαμπά και μέχρι να έρθει εκείνος μπορούσε να κάνει ένα διάλειμμα και να ασχοληθεί με κάτι που την ευχαριστεί. Εκτός από το να μιλάει με τον Φλάφυ, ένα μοναδικό πράγμα ευχαριστούσε τη Λίνα περισσότερο από όλα της τα παιχνίδια: να περιποιείται τα μακριά μαλλιά από τις κούκλες της. Τις έλουζε, τις χτένιζε, έφτιαχνε κοτσιδάκια. Κανα-δυο φορές τους τα είχε κόψει κιόλας, αλλά μετά κατάλαβε πως τα μαλλιά στις κούκλες δεν ξανα-μακραίνουν και μένουν κουτσο-κουρεμένες μια ζωή και δεν το τόλμησε άλλη φορά.

«Πόσο στεναχωρημένη είμαι Φλάφυ δε λέγεται! Γιατί να μην μπορώ να τα μάθω όλα μεμιάς, εύκολα και γρήγορα;» Ο Φλάφυ τώρα κρατούσε αγκαλιά την Ιωάννα, την κούκλα της Λίνας με τα μακριά, ξανθά και καλο-πλυμένα μαλλιά, βοηθώντας τη να της τα στεγνώσει. Την κρατούσε πολύ τρυφερά ο Φλάφυ την Ιωάννα. Αλλά η προσοχή ήταν στραμμένη στη Λίνα.

«Μου φαίνεται, Φλάφυ, πως όσο περνά ο καιρός τα πράγματα θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Τουλάχιστον αυτό μου είπε η Εύα που έχει μεγαλύτερο αδελφό και ξέρει. Εκείνος λέει όλη την ώρα μελετά, και η Εύα πρέπει να κάνει ησυχία, ακόμη κι όταν τελειώσει την δική της μελέτη, για να μην τον ενοχλεί. Ο αδελφός της μελετά πολύ αλλά τις περισσότερες φορές τον βοηθούν και η μαμά και ο μπαμπάς του! Με τα παιχνίδια του παίζει μόνο τα Σαββατοκύριακα! Ακούς;».

Η Λίνα έφτιαξε δυο όμορφες κοτσίδες στα μαλλιά της Ιωάννας και της φόρεσε το φουστάνι της. «Αυτά όμως εμένα δεν μου τα είχε πει κανείς πέρσι. Ότι δηλαδή τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα, όπως ήταν στο νηπιαγωγείο. Και την Εύα τότε δεν την ήξερα… Ανυπομονούσα να πάω στο καινούριο σχολείο και να γίνω “μεγάλη κοπέλα”. Και που έγινα τι κατάλαβα;»

Κι εδώ πάλι έβαλε τα κλάματα.  Πήρε αγκαλιά το Φλάφυ – ή μήπως την πήρε αυτός; – και τα δάκρυά της κυλούσαν στη μαλακιά του γούνα.

«Δεν ξέρω τι να κάνω». Σταμάτησε να μιλάει για λίγο μπας και της κατέβει καμιά ιδέα. «Να γυρίσω πίσω δεν μπορώ. Αλλά μου φαίνεται πως δεν θα μπορέσω και να κάνω τίποτε σωστά στην πρώτη τάξη!». Κι άλλη παύση. «Και δεν έχω ΟΥΤΕ ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ στο καινούριο σχολείο. Ούτε πρόκειται να κάνω δηλαδή, αφού φαίνεται πως είμαι η πιο χαζή από όλα τα παιδιά εκεί μέσα! Κανείς δεν θα με θέλει για παρέα έτσι που τα μπερδεύω και κάνω άλλα αντί άλλων!». Τώρα τα κλάματα ήταν δυνατότερα, γιατί αλήθεια κι αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο άγχος για τη Λίνα. Προσπαθούσε να πιστέψει τη μαμά και τον μπαμπά που της έλεγαν πως δεν πρέπει να στεναχωριέται που θα άλλαζε σχολείο, αφού στα σίγουρα θα έβρισκε ένα σωρό νέους φίλους. Μια βδομάδα μετά όμως, είχε μόνο μία καινούρια φίλη, την Εύα, και όχι πολλούς.

Ο Φλάφυ έπεσε πάνω της και οι μύτες τους άγγιξαν. Όπως κάθε φορά που είχαν να σκεφτούν και να λύσουν μαζί ένα μεγάλο πρόβλημα. Τα χέρια του ακουμπούσαν στους ώμους της. Η Λίνα τον κοίταξε και σκέφτηκε πως είναι άδικο να ζητά καινούριους φίλους όταν έχει έναν τόσο καλό φίλο σαν τον Φλάφυ να την περιμένει κάθε μέρα σπίτι. Έναν φίλο που άσχετο αν είναι λούτρινο κοάλα την καταλαβαίνει πολύ καλά. Και δεν τσιγκουνεύεται τις αγκαλιές και τα χάδια.

Και τότε η Λίνα, βρήκε τη λύση. Ναι! Βρήκε τη λύση για να μην μπερδεύεται σε όλα όσα έχει να κάνει σπίτι της κάθε μέρα μετά το σχολείο! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα;

«Φλάφυ, καλέ μου Φλάφυ! Έχεις πολύ δίκιο! Τι καταπληκτική ιδέα είναι αυτή! Μα, φυσικά, έτσι θα γίνουν όλα πιο εύκολα!» Από τη χαρά της τον πέταγε ψηλά και περίμενε να … “προσγειωθεί” πάνω της γελώντας και τσιρίζοντας.

Η μαμά έτρεξε πανικόβλητη από την κουζίνα – όπως θα έκανε κάθε μαμά δηλαδή – γυρεύοντας να μάθει τι συμβαίνει στο παιδί της. Το οποίο παιδί της, ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα στο χαλί του δωματίου ξεκαρδισμένο στα γέλια.

«Πού πήγαν τα προηγούμενα κλάματα Λίνα;» ρώτησε η μαμά

«Α, τι χαζή που ήμουν μανούλα μου! Έπρεπε να έχω μιλήσει στον Φλάφυ από την αρχή. Αυτός βρήκε τη λύση!»

«Ποια λύση;»

«Κοίτα, είναι ένα πολύ καλό σχέδιο μαμά. Μόλις γυρίζω από το σχολείο, θα λέω στο Φλάφυ όλα όσα κάναμε εκεί, και όσες εργασίες πρέπει να κάνω στο σπίτι. Θα ξεκινώ αμέσως τη μελέτη μου και ο κύριος Φλάφυ θα μου ψιθυρίζει στο αυτί ξεχνάω στην πορεία. Είναι πράγματι ένα ωραίο σχέδιο! Γιατί ο Φλάφυ δεν έχει τίποτε να κάνει όλη μέρα που λείπω, είναι ξεκούραστος, και πολύ πρόθυμος να με βοηθήσει». Η Λίνα ήταν γεμάτη ενθουσιασμό.

«Πολύ καλή ιδέα μικρή μου!» είπε και η μαμά, αν και δεν το πολύ-πίστευε. Στο κάτω – κάτω, τα λούτρινα κοάλα δεν ξέρουν και πολλά πράγματα από “γλώσσα” και “μαθηματικά”. Αλλά, αν η Λίνα πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα έκανε τις εργασίες της με λιγότερο άγχος, καλά θα έκανε να εμπιστευτεί τον Φλάφυ.

Η επόμενη εβδομάδα λοιπόν ΔΕΝ είχε κλάματα, γκρίνιες και δάκρυα να βρέχουν τις σελίδες των βιβλίων και των τετραδίων της Λίνας. Αντίθετα, είχε πολλές υπενθυμίσεις για το τι πρέπει να γίνει από τον κύριο Φλάφυ, που είχε πάρει πολύ στα σοβαρά το ρόλο του. Για να βλέπει καλύτερα, η Λίνα του είχε φορέσει τα παλιά γυαλιά του μπαμπά, που του έπεφταν η αλήθεια είναι κάπως μικρά, αφού τα μάτια του ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα από τα ίδια τα γυαλιά. Πάντως, παρ’ όλο το σοβαρό του ύφος, δε μάλωσε τη Λίνα ούτε μια φορά. Κι η Λίνα πάλι, προς το τέλος εκείνης της εβδομάδας, είχε μάθει μαζί του να θυμάται αυτά που πρέπει να κάνει.

Πολύ ανακουφισμένη ήταν η μαμά με όλο αυτό. Αλλά είχε να αντιμετωπίσει κι ένα προβληματάκι: ο Φλάφυ είναι λιγάκι στρουμπουλός, και με το ζόρι χωράει να καθίσει στην καρέκλα δίπλα από τη Λίνα. Το μικρό της γραφειάκι φαίνεται αστείο σε μέγεθος μπροστά του! «Και γιατί να μην βάλω μία πολυθρόνα στο δωμάτιο της Λίνας; Θα φανεί χρήσιμη και στον Φλάφυ και σε όποιον άλλο την βοηθήσει στο μέλλον με τη μελέτη της!», σκέφτηκε η μαμά.

«Μπαμπά, μπαμπά, ο Φλάφυ μαθαίνει μαζί μου το αλφάβητο! Και κοίτα να δεις, σε λίγο καιρό θα μπορεί να διαβάζει ό,τι του γράφω!» Η Λίνα ήταν πολύ περήφανη για τον φίλο της – και για την Εύα, που ήταν η καινούρια φίλη και για τον Χρήστο που προστέθηκε κι αυτός στην παρέα τους.

📸Unsplash

Δείτε επίσης