«Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά», του Γιάννη Καρκανέβατου – Ένας αφηγητής, δύο ήρωες κι ο εμφύλιος

Φίλιππος Φιλίππου

απο Cyclades Open

Ένα ακόμα μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο; Ναι, αλλά το «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» είναι διαφορετικό, συνδυάζει την εξιστόρηση ιστορικών επεισοδίων με την απεικόνιση σκηνών από τη σύγχρονη καθημερινότητα. Επίσης, τα αυτοβιογραφικά κεφάλαια μοιάζουν με διηγήματα, αλλά αποτελούν τμήματα του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας Γιάννης Καρκανέβατος (Σέρρες, 1966) μιλάει για τον πατέρα, τον θείο, τον παππού του, μα αναφέρεται και στον εαυτό του. Βασικά, με την παράθεση διαλόγων που μοιάζουν με απομαγνητοφώνηση, ο Καρκανέβατος μιλάει για τον Σωκράτη, τον πατέρα του, και τον Αντρέα, τον θείο του.

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο «Η βαλίτσα», ο αφηγητής έχει μια σκηνή σ’ ένα αεροδρόμιο, όπου χάνει τη βαλίτσα του. Στο τέλος, μένει μία που δεν είναι δική του, αλλά σκέφτεται πως είναι η βαλίτσα που του αναλογεί. Προφανώς, η αινιγματική σκηνή παραπέμπει στην προσωπική του ιστορία, ο καθένας έχει μια προσωπική ιστορία. Παρακάτω, στο ίδιο κεφάλαιο, έχουμε τον πρώτο διάλογο κι εμφανίζονται μπροστά στον αφηγητή οι δύο ήρωες, ο Αντρέας, ο πρωτότοκος, γεννημένος το 1922, και ο Σωκράτης που γεννήθηκε το 1933. Τότε, παρουσιάζονται τρία στοιχεία: το έτος 2004, η οικογενειακή παρέα (ο αφηγητής, ο πατέρας, η μητέρα Όλγα, ο θείος) και το χειρόγραφο του Αντρέα που μιλάει για τη δράση του στο βουνό, όπου βγήκε το 1942 σε ηλικία είκοσι χρονών.

Στο κεφάλαιο «Ο αναπνευστήρας», ο αφηγητής θυμάται τον εαυτό του οχτώ ετών, παραθερίζει στο σπίτι του παππού, στις Βρύσες, στην Κρήτη, κι ο πατέρας του προσπαθεί να του φορέσει μια μάσκα για να βουτήξει με αναπνευστήρα στη θάλασσα. Μετά θυμάται τον πατέρα του στο νοσοκομείο κι έπειτα θυμάται τον διάλογο μεταξύ των δύο αδελφών, του Αντρέα και του Σωκράτη. Το 1918, ο πατέρας τους είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Βουλγάρους κι όταν τον άφησαν σακατεμένο τον φιλοξένησε μια οικογένεια βοσκών – σε αυτούς κατέφυγε το καλοκαίρι του 1947, στη διάρκεια του εμφυλίου με τη δική του οικογένεια.

Στο τρίτο κεφάλαιο ο Αντρέας μιλάει για τον Νοέμβρη του 1947, όταν κάπου εφτακόσιοι αντάρτες βρέθηκαν στο Μπέλες, κυνηγημένοι από τον ελληνικό τακτικό στρατό. Οι Βούλγαροι στα συνοριακά φυλάκια –η Βουλγαρία ήταν πλέον Λαϊκή Δημοκρατία– αποχώρησαν και τους άφησαν εκεί για να γλιτώσουν και να φάνε κανονικό φαγητό, λ.χ. κρέας. Ήταν ακόμα η εποχή των ελπίδων, οι αντάρτες πίστευαν ότι θα νικήσουν κι ότι θα κάνουν κι αυτοί στην Ελλάδα μια Λαϊκή Δημοκρατία. Το πίστευαν και αρκετοί από τον πληθυσμό της γύρω περιοχής: όταν οι αντάρτες πήγαν σ’ ένα χωριό του Κιλκίς, μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών προσχώρησαν με ενθουσιασμό στον Δημοκρατικό Στρατό.

Τα ιστορικά γεγονότα που καταγράφονται στο μυθιστόρημα, οι μνήμες του Αντρέα, είναι γνωστά από τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον εμφύλιο, εδώ όμως έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς αποτελούν κομμάτια από τη ζωή του ήρωα. Ας δούμε μερικά από αυτά. Επιστράτευση χωρικών για την ενίσχυση της δύναμης του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος είχε πολλές απώλειες –οι περισσότεροι είχαν υπηρετήσει και στον ΕΛΑΣ–, μάχες με ομάδες χωροφυλάκων άνευ θητείας. Επίσης, αναφέρονται οι συγκρούσεις μεταξύ Eλασιτών και ανδρών της ΠΑΟ (οργάνωσης φιλογερμανών στο Κιλκίς), η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ, οι εκλογές του 1946 που έγιναν αφορμή για την έναρξη του εμφυλίου, η εξορία των αριστερών στη Μακρόνησο, αλλά και η ΕΟΝ του Μεταξά, κάμποσα χρόνια πίσω. Η εγκατάλειψη του Δημοκρατικού Στρατού όταν αυτός πήγαινε από ήττα σε ήττα, το πέρασμα των ανταρτών στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες, το κυνηγητό των αριστερών τη μετεμφυλιακή εποχή – ο Αντρέας κατέληξε στη Ρουμανία.

Ωστόσο, επειδή το μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικό, ο συγγραφέας μιλάει και για την οικογένειά του, την καταγωγή της, πιθανότατα από τη Μάνη, τη ζωή του ως μαθητή στο Νεοχώρι Σερρών, τις σπουδές του στη σκηνοθεσία και άλλα τινά.

Κι όμως το «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Αυτό φαίνεται στο τελευταίο κεφάλαιο, το Τυφλό ελάφι, ένα γοητευτικό κείμενο, αινιγματικό και αλληγορικό, που φανερώνει τις αφηγηματικές δεξιότητες του Γιάννη Καρκανέβατου, από τον οποίο προσδοκούμε καινούργιο βιβλίο εξίσου γοητευτικό με το παρόν.

Πηγή: Εποχή

.

O Γιάννης Καρκανέβατος γεννήθηκε το 1966 στις Σέρρες. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο ΕΜΠ και σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε πολλά χρόνια στο εξωτερικό ως μηχανικός και παράλληλα ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Ζει στην Αθήνα. «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» είναι το πρώτο του βιβλίο.

Δείτε επίσης