Παύλος Σιδηρόπουλος: H περιπέτεια της γραφής και το «Φλου» νότα προς νότα

Γιώργος Φλωράκης/Athens Voice

απο Cyclades Open

Έχω μια εγγενή αντιπάθεια στην ιστοριογραφία. Στην αναφορά, δηλαδή, σε γεγονότα του παρελθόντος με τρόπο που μοιάζει αντικειμενικός, αλλά την ίδια στιγμή στέκεται απόλυτα αποστασιοποιημένος. Νιώθω ότι καμία ιστορική στιγμή δεν έχει αξία, αν δεν βρίσκεται σε διάλογο με το σήμερα. Και μιλάω για το σήμερα όπως ο καθένας από εμάς το βιώνει, βαθύτατα υποκειμενικά δηλαδή. Αν «ρίξεις» σ’ έναν υπολογιστή τα δεδομένα από εφημερίδες και περιοδικά μιας ολόκληρης δεκαετίας, αυτός θα σου έχει απαντήσεις για τα πάντα. Αν του ζητήσεις να δημιουργήσει ένα κείμενο με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο –με τις ίδιες αρχές που προγραμματίζουμε μια λίστα για να παίξει σ’ ένα προκάτ ραδιόφωνο– αυτός θα το κάνει. Οι πληροφορίες θα είναι απόλυτα τεκμηριωμένες, δεν θα λείπει τίποτα, εκτός από το βίωμα: τη σχέση εκείνου που γράφει μ’ εκείνο που γράφεται. Το στοιχείο –ουσιαστικά– που μετατρέπει ένα κείμενο από ψυχρό σε θερμό. Μιλώντας για μουσική –καθώς αυτό είναι το θέμα μας– αποφεύγω να διαβάζω τα κείμενα ρομποτικών ιστοριογράφων, που έχουν πάντα δίκιο σε σχέση με το τι χρώμα εσώρουχο φορούσε ο μπασίστας ενός συγκροτήματος που έκανε μία και μοναδική εμφάνιση το 1967, Κυριακή πρωί σε κάποιο σινεμά της Αμφιάλης. Βαριέμαι αφόρητα! Όπως ακριβώς βαριέμαι και τους ιστοριογράφους που κοιμούνται δίπλα σε τόνους κιτρινισμένου χαρτιού περιοδικών περασμένων εποχών. Ξέρεις, εκείνων των τοξικών που κουνάνε συνεχώς το δάχτυλο, εκείνων που παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, εκείνων που αυτοονομάζονται σημαντικοί και αντικειμενικοί κριτικοί. Και τους βαριέμαι ακριβώς για έναν λόγο: τους λείπει το βίωμα, εκείνη η θερμή σύνδεσή του τότε με το τώρα, εκείνο το twist που μπορεί καμιά φορά να διαστρέψει την πληροφορία, μα να κρατήσει ακέραιο το συναίσθημα. Κι ενώ πλήττω αφάνταστα να διαβάσω κουνοδάχτυλους ιστοριογράφους, απολαμβάνω τα κείμενα που είναι προσωπικά, ζεστά, λογοτεχνικά και αληθινά: τα κείμενα που προκύπτουν από τη μνήμη –εκείνη που συχνά μας προδίδει– μα διατηρούν ζωντανό το συναίσθημα που ανασύρει μιαν ολόκληρη εποχή. Αυτός είναι ο λόγος που απόλαυσα το μικρό βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη για «Το βρώμικο ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου της σειράς 33 1/3 των Εκδόσεων Οξύ, την οποία διευθύνει ο Μάκης Μηλάτος.

Αν όμως προτιμώ να διαβάζω, να μιλώ και να γράφω τη συναισθηματική, θερμή και λογοτεχνική γραφή έναντι της ψυχρής και ιστοριογραφικής, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκτιμώ την έρευνα και την τεκμηρίωση. Ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής, τόσο με το βιβλίο του για τον Νικόλα Άσιμο, όσο και με το καταπληκτικό πρόσφατο πόνημά του «Στον καιρό της Λιλιπούπολης, η Βιογραφία μιας Ραδιοφωνικής Εκπομπής» (εκδόσεις Τόπος), έδειξε πόσο σημαντική είναι η έρευνα και η τεκμηρίωση ακόμη και της παραμικρής λεπτομέρειας σ’ ένα κείμενο. Αυτή η έρευνα που πήρε 5 ολόκληρα χρόνια, έφερε στο φως ένα κείμενο αναφοράς. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: ο Αλλαμανής έχει έναν μοναδικό τρόπο να γίνεται εκτός από απόλυτα τεκμηριωμένος, παράλληλα και λογοτεχνικός, να εκφέρει με όρους αφήγησης παραμυθιού τις ιστορίες με τις οποίες καταπιάνεται.

Τέτοια ακριβώς περίπτωση είναι και το βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ, στη σειρά 33 1/3 και αφορά το «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου. Με μια βαθιά έρευνα που κράτησε περίπου όσο και η συγγραφή, ο Αλλαμανής επιβεβαιώνει κάθε αληθινή λεπτομέρεια που αφορά σ’ αυτόν τον δίσκο και φέρνει στο φως πράγματα που δεν γνωρίζαμε. Παράλληλα, παρουσιάζει το υλικό του με μοναδική λογοτεχνική γλώσσα, ώστε το βιβλίο να μη διαβάζεται μόνο ως ιστορική πραγματεία αλλά και ως μουσικό μυθιστόρημα. Στο τέλος της ανάγνωσης, δεν έχεις παρά να βάλεις τον δίσκο στο πικάπ και να τον ακούσεις άλλη μια φορά.

Έντονα συναισθηματική και η εισαγωγή-γράμμα στον Παύλο της Θέκλας Τσελεπή, εκείνη που κλείνει με τη φράση: «Δεν κάνει πλέον τόσο κρύο στην Αλάσκα» αλλά με κεφαλαία.

Έργο μεικτής τεχνικής του Γιώργου Φλωράκη για τη στήλη του Σημειώσεις Ενός Μονομανούς

Πηγή: Athens Voice

Δείτε επίσης