Ο Χρήστος όμως είχε ήδη ξεκινήσει για τον καναπέ, όπου φανταζόταν ότι θα καθίσει να απολαύσει την αγαπημένη του σειρά πριν πέσει για ύπνο. Κι έκανε πως δεν άκουσε αυτό που του είπε η μαμά να κάνει. Όταν η μαμά το ξαναείπε, απάντησε ένα βαρύ και αργό «βαριέμαι…». Που έκανε το μπαμπά να βγει από τα ρούχα του.
ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
-
-
«Υπήρχαν χρονιές που οι βροχές δεν πέφτανε πολλές. Το νερό τότε λιγόστευε επικίνδυνα. Κάναμε ακόμη περισσότερη οικονομία. Για να μην διψάσουμε και να μην χάσουμε και τα ζωντανά! Ξέρεις τι αγωνία ήταν αυτή;»
-
Τί γίνεται όταν η μαμά χρειαστεί να λείψει για μια εβδομάδα;
Τι κάνουν τα παιδιά στο σπίτι παρέα με τον μπαμπά και κυρίως πως φέρνουν βόλτα την κατάσταση…; -
Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν πολλά χαρίσματα. Υπάρχει όμως κι ένα χάρισμα ακόμα…ν’ αγωνίζεσαι με πάθος για τα όνειρά σου…κι ο μικρός Θέμος της ιστορίας μας είχε αυτό ακριβώς το χάρισμα…
-
Σίγουρα ο χρόνος δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένος ειδικά όταν έχεις πολλά πράγματα να κάνεις. Ακόμα κι αν τα μαλλιά σου είναι ατίθασα, στο τέλος θα καταφέρεις να βρείς λύση. Θα καταφέρει ο Παντελής να κάνει με τα σιδεράκια, ότι έκανε και με τα μαλλιά-καρφάκια;
-
Η αγαπημένη κουβέρτα η αναντικατάστατη!
-
Ο Μαθιός μεγαλώνει…και μεγαλώνει όμορφα…γιατί δεν ψήλωσε μονάχα το μπόι του, αλλά και το ανάστημά του. Ο Μαθιός “ψηλώνει” με ενσυναίσθηση, αγάπη και αλληλεγγύη για τους άλλους. Γιατί έχει αξία να μοιράζεσαι…γιατί κανείς δεν γίνεται να είναι ευτυχισμένος μόνος του…
-
Η γιαγιά απτόητη, έδεσε την κρεμμυδο-πολτο-πετσέτα με έναν επίδεσμο απαλά, στο πόδι του παιδιού της. «Στον καιρό τον δικό μου, πίσω, στο νησί μου» του έλεγε, «δεν υπήρχε πρόσβαση σε φάρμακα τον περισσότερο καιρό, κι όσο να πεις για γιατρό, έπρεπε να περιμένεις το τέλος του μηνός, που ερχόταν με το καράβι κι έμενε όλες κι όλες τρεις μέρες. Αν κάτι πάθαινες στο μεταξύ, είτε το γιάτρευες με βότανα είτε έπαιρνες το βαπόρι και πήγαινες σε άλλο νησί να βρεις την υγειά σου!»
-
Η Λίνα κοίταξε την τσάντα της. Με το ζόρι κούμπωσε το φερμουάρ. Ήταν τόσο γεμάτη που πια δεν έμοιαζε με σχολική τσάντα αλλά με βαρέλι – σαν εκείνο που έχει ο παππούς στο χωριό το κρασί του. «Σκέψου τώρα, όλα αυτά που γράφουν τα βιβλία μου, εγώ πρέπει να τα μάθω! Πώς γίνεται αυτό; Είμαι σίγουρη ότι είναι πολύ δύσκολο, πιο δύσκολο κι από το να τα κουβαλάω κάθε μέρα!»
-
«Μοιάζουμε, μοιάζουμε πολύ, αλλά όχι, δεν είμαστε ίδιοι, είμαστε ο καθένας δια-φο-ρε-τι-κός!» Ο Μανώλης τώρα φώναζε λες κι έτσι ο Πέτρος θα καταλάβαινε καλύτερα. «Μοιάζουμε, σαν δυο σταγόνες νερό όπως λένε οι μεγάλοι, αλλά, από την άλλη μεριά είμαστε και πολύ διαφορετικοί σε μερικά πράγματα».