Επά είναι, μα δεν είναι ‘πα…

απο Cyclades Open

Ίσως στους νεότερους να φαίνεται αδιανόητο πως κάποτε περιμέναμε να «σφυρίξει ο ταχυδρόμος» για να κατεβούμε στον αμαξωτό, στη Γέφυρα, να στρογγυλοκάτσουμε σε μια καρέκλα καφενείου και να περιμένουμε, ν’ ακούσουμε το όνομά μας απ’ τον ταχυδρόμο και να πάρουμε το γράμμα μας.

Ως παιδί που μεγάλωσε στο Φιλότι συνόδευα πάντα τη γιαγιά ή τον παππού σ’ αυτή την ιεροτελεστία παραλαβής αλληλογραφίας. Καθόμασταν στο καφενείο, έπινα και μια πορτοκαλάδα καμιά φορά και παρακολουθούσα με πολλή προσοχή τον Γιώργο Σωμαρίπα να φωνάζει ονόματα και τους συγχωριανούς μου να προσέρχονται για να παραλάβουν τα γράμματα ή τη σύνταξή τους.

Άλλες φορές κατέβαινα μόνη μου καθώς αλληλογραφούσα με τις ξαδέρφες μου και περίμενα με αγωνία την απάντηση στο γράμμα μου. Τότε που το τηλέφωνο ήταν ακριβό αγαθό και οι βιντεοκλήσεις και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο επιστημονική φαντασία.

Η ιστορία που ακολουθεί είναι παλιότερη των δικών μου χρόνων, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στη σελίδα του Κωνσταντή Ψαρρά «Το Παλιό Φιλώτι».

Ειρήνη Προμπονά

ΕΠΑ ΕΙΝΑΙ, ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΄ΠΑ

(της Ειρήνης Μαστοροπούλου – Ναυπλιώτη)

Στη Γέφυρα ο κυρ Μήτσος ο Σωμαρίπας, ο Ταχυδρόμος μας, φώναξε στο γνωστό εκείνο τόνο του, τα ονόματα όσων είχαν γράμματα προσθέτοντας τις πιο πολλές φορές από μόνος του τα διευκρινιστικά τους παρατσούκλια: Ηλίας Γρατσίας, Μπιρλιάκος, Γεώργιος Βασιλάκης, Χασές!

Οι παρόντες διευκόλυναν σε περίπτωση συνωνυμίας να βρεθεί ο παραλήπτης και για όποιον απουσίαζε απαντούσαν αναφέροντας τον τόπο, που γνώριζαν ότι βρισκόταν την ώρα εκείνη, ή πάλι απαντούσαν με το «απεβίωσε» στην περίπτωση που η απουσία του παραλήπτη είχε σχέση με «τόπους χλοερούς!».

Πολλές φορές οι παρόντες ήταν επίσης εκείνου που έπαιρναν τα γράμματα των απουσιαζόντων γειτόνων τους, για να τους τα δώσουν. Ιδιαίτερα για όσους έμεναν στην κορυφή του Κλεφάρου ή του Ραχιδιού. Θυμηθείτε την καλή κυρά Μαριγώ του Λιο, η οποία κατέβαινε μάλιστα και επί τούτου, χωρίς δηλαδή να περιμένει πάντα η ίδια γράμμα. Στις σπάνιες περιπτώσεις απόλυτης συνωνυμίας, ιδίως διπλής ή τριπλής, χωρίς όμως αποστολέα, πατρώνυμο ή άλλο διευκρινιστικό και προς αποφυγή των συνεπειών ενός μπερδέματος, το γράμμα θυμάμαι έδιδε στα έμπιστα χέρια του παπά Στελιανού.

Εκείνος κατ’ ιδίαν πλέον, το άνοιγε, το διάβαζε προσεκτικά και από τα γραφόμενα υπεδείκνυε με σιγουριά τον παραλήπτη, στον οποίο και με τη δέουσα σοβαρότητα ιδιοχείρως το απέδιδε. Λόγω ακριβώς αυτής της εμπιστοσύνης η λύση ήταν απ’ όλους αποδεκτή, η δε διαδικασία αποτελούσε μια ακόμη φορά για αλλαγή ατμόσφαιρας στη Γέφυρα εκείνης της εποχής.

Μια μέρα λοιπόν ο κυρ Μήτσος ανάμεσα στ’ άλλα ονόματα φώναξε δυνατά και το ονοματεπώνυμο μιας γυναίκας ξωτάρισσας* που είχε γράμμα. Τότε διαπεραστική και… άκρως διαφωτιστική, ακούστηκε η φωνή μιας συγχωριανής μας από εκείνες που περιστοίχιζαν τον ταχυδρόμο: «Επά είναι, μα δεν είναι ’πα!…».

Γλυκομειδίασε ο κυρ Μήτσος με το γρίφο και όλοι άργησαν βέβαια να καταλάβουν πως η γυναίκα, προς την οποία απευθυνόταν η επιστολή ήταν μεν «επά» στη Νάξο, αλλά όχι «επά» στη Γέφυρα που γίνεται η διανομή, ήταν στην εξοχή!

*ξωτάρισσα: αγρότισσα που κατά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα διέμενε στην εξοχή βοηθώντας τον άντρα της

Δείτε επίσης