Μια τρυφερή ιστορία στις Κυκλάδες του 19ου αιώνα

Joseph Arthur de Gobineau, απόσπασμα από το βιβλίο του Ακριβή Φραγκοπούλου και το κόκκινο μαντήλι

απο Cyclades Open

Μετάφραση: Βάσω Μέντζου

Από την έκδοση : Γκομπινώ, Ακριβή Φραγκοπούλου και το κόκκινο μαντήλι, Αθήνα, Ολκός,1996.

.

Ο Gobineau ήταν Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας. Υπηρέτησε στην Ελλάδα από το 1864 έως το 1868. Έχει γράψει λογοτεχνικά, ιστορικά και κριτικά έργα, ταξιδιωτικές αναμνήσεις και μελέτες. Μέρος του έργου του είναι αφιερωμένο στην Ελλάδα της εποχής του.

.

Το βιβλίο του Ακριβή Φραγκοπούλου και το κόκκινο μαντήλι αναφέρεται στην κόρη γνωστής οικογένειας της Νάξου. Υποστηρίζεται ότι, αν ο ήρωας της ιστορίας ταυτίζεται με τον αφηγητή, η Ακριβή θεωρείται λογοτεχνική μετάπλαση της Ζωής Δραγούμη.

Οι Κυκλάδες είναι ένα από κείνα τα μέρη του κόσμου όπου το επίθετο σαγηνευτικός ταιριάζει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια. Πολλές από αυτές εντούτοις μπορούν δίκαια να χαρακτηριστούν άγονοι βράχοι· στους κόλπους όμως της θάλασσας της Ελλάδας, όπου τους έσπειρε το χέρι των θεών, αυτοί οι βράχοι λάμπουν σαν πολύτιμα πετράδια. Το φως που τους πλημμυρίζει μέσα σε μια ολοκάθαρη ατμόσφαιρα, και τα γαλάζια κύματα που τους αγκαλιάζουν, τους μετατρέπουν, ανάλογα με την ώρα της ημέρας, σε αμέθυστους, σαπφείρους, ρουμπίνια, τοπάζια. Η πραγματικότητα είναι άγονη, φτωχή, αρκετά γυμνή, ασφαλώς μελαγχολική· αυτά τα μειονεκτήματα όμως σβήνουν κάτω από μιαν ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια και χάρη. Οι Κυκλάδες μοιάζουν με μεγάλες αρχόντισσες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στα πλούτη και την ομορφιά. Καμμιά από τις λαμπρότητες μιας εξαιρετικά εκλεπτυσμένης πολυτέλειας δεν τους είναι άγνωστη. Ήρθαν όμως και τις βρήκαν μεγάλες συμφορές, από τις συμφορές που χτυπούν τους άρχοντες· αποσύρθηκαν από τον κόσμο με τα υπολείμματα της περιουσίας τους· δεν κάνουν πια επισκέψεις, δεν δέχονται κανέναν· ωστόσο είναι πάντα μεγάλες αρχόντισσες, και από το παρελθόν τους απομένει σαν υπέρτατη λεπτότητα απαγορευμένη στους τυχάρπαστους, μια μαγευτική γαλήνη και ένα αξιολάτρευτο χαμόγελο.[…]

Κανένα ταχυδρομικό πλοίο δεν κάνει δρομολόγιο ανάμεσα στα περισσότερα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, κι αυτό για τον εξαίρετο λόγο ότι οι μικρές αυτές περιοχές, μη έχοντας ούτε εμπόριο ούτε βιομηχανία ούτε εισαγωγές και εξαγωγές, δεν δίνουν την ευκαιρία για καμμιά ανταλλαγή αλληλογραφίας. Κάθε δεκαπέντε μέρες μόνο, μια γολέτα φεύγει από τη Σύρα για την Πάρο, φέρνει μερικά γράμματα ή δέματα που προορίζονται για κει, και αν, από κάποια πολύ σπάνια τύχη, υπάρχει κάτι για τη Νάξο, μια οποιαδήποτε βάρκα το αναλαμβάνει άνετα· αυτός ο τρόπος κυκλοφορίας αρκεί και με το παραπάνω. Έτσι, οι εφημερίδες φτάνουν στο νησί· τι ενδιαφέρον όμως μπορούν να προκαλέσουν σε ανθρώπους περιορισμένους στον τόπο τους και που δεν έχουν καμιά όρεξη να βγουν από κει, που δεν διαβάζουν τίποτα, δεν γνωρίζουν τίποτα από τα πράγματα αυτού του κόσμου και δεν νοιάζονται να μάθουν τίποτα· που το μοναδικό τους βίος είναι κάτι αμπέλια, ελιές, πορτοκαλιές, ροδιές καθώς και μερικά πρόβατα εδώ κι εκεί, και που ζουν όπως ο άνθρωπος του Οράτιου μέσα στη μετριότητα, η οποία άλλωστε δεν είναι και χρυσή; Το πολύ – πολύ, αυτοί οι εμπειρικοί φιλόσοφοι να σταχυολογούν στην τύχη από αυτά που μαθαίνουν με αυτό τον τρόπο, αποσπασματικά, μερικά αδιάφορα θέματα συζήτησης· κι έτσι, πολύ φτωχοί ώστε να έχουν ανάγκη από κάποιον, με αρκετά ρούχα και τροφή κάτω από έναν υπέροχο ουρανό ώστε να μην υποφέρουν μέσα σε αυτή τη συναρπαστική ένδεια, ράθυμοι από πεποίθηση, περήφανοι για το παρελθόν και ξέροντας να κρατάνε την απαραίτητη αξιοπρέπεια στο παρόν, οι Ναξιώτες ευπατρίδες ζουν ειρηνικά και δεν αισθάνονται ούτε στο ελάχιστο κατώτεροι από τους πιο δραστήριους ανθρώπους της πιο πολυτάραχης σημερινής κοινωνίας.

Τρέφουν φυσικά, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ελλάδας, έναν στέρεο σεβασμό για την καταγωγή της χώρας που κατοικούν, και καθώς αυτή η δόξα ακτινοβολεί και περιίπταται πάνω από το κεφάλι τους, διεκδικούν ένα μέρος από αυτήν· η εποχή όμως στην οποία προτιμούν να αναφέρονται είναι η περίοδος των σταυροφοριών.[…]

Αυτοί οι καλοί άνθρωποι είχαν το ύφος της νωχέλειας και της ηρεμίας που δίνει η άνεση του χρόνου και η έλλειψη των αναγκών. Η ομορφιά των περισσότερων γυναικών ήταν εντυπωσιακή. Ένας θαυμάσιος ουρανός, μια πόλη γραφική ως την υπερβολή, μικρούλα και συμμαζεμένη, όμοια με φωλιά για μία και μόνο οικογένεια, μια αδιατάραχτη ειρήνη, μια έξοχη γοητεία σε πολλά πρόσωπα, ευπροσήγορο ύφος σε όλα, αυτά υποδέχτηκαν τον νεοφερμένο, και η καρδιά του ήταν έτσι φτιαγμένη που γέμισε γλυκιά ταραχή και τρυφερότητα.[…] Σε όλα τα σπίτια που επισκέφθηκαν, τους πρόσφεραν καφέ και τσιγάρα. Όπως είναι εύλογο, συζητήθηκαν τα ζητήματα που αφορούσαν την ευρωπαϊκή κατάσταση,[…]

Ο Νόρτον αναλογιζόταν όλα αυτά τα δεδομένα , όταν άκουσε την πόρτα του ψηλού χαγιατιού να ανοίγει· το πρόσωπο που εμφανίστηκε τον έκανε στην αρχή να νομίσει ότι ονειρεύεται, τόσο απροσδόκητη ήταν η παρουσία του. Ήταν μια κοπέλα ντυμένη εξαιρετικά απλά, με ένα βαμβακερό σκούρο φόρεμα με πουά άσπρα, κομμένο και ραμμένο ασφαλώς από την ίδια, ένα φόρεμα που δεν μπορούσε να χρησιμεύει για στολίδι, ήταν απλώς ένα ρούχο. Φαρδιά μανίκια που έσφιγγαν τον καρπό, χωρίς δαντέλες και μουσελίνες, ό,τι πιο αυστηρό μπορεί να φανταστεί κανείς. Λυγερή κορμοστασιά, γεροδεμένη, στέρεη, υγιής, με δέρμα Νηρηίδας του Ρούμπενς· υπέροχα μάτια, λαμπερά και διάφανα σαν γαλάζια ζαφείρια , και μαλλιά καστανόξανθα, πυκνά, άφθονα, μαζεμένα σε κότσο με κάποια δυσφορία, απ’ ό,τι φαινόταν, εξαιτίας του κόπου που είχε καταβάλει για να τα υποτάξει, κι ας ήταν πιο λεπτά κι από μετάξι και εξαιρετικά απαλά· τέλεια ρόδινο στόμα, το φωτεινότερο χαμόγελο, δόντια αντάξια της παλιάς σύγκρισης με μια σειρά μαργαριτάρια· μια αξιολάτρευτη και αψεγάδιαστη σεμνότητα που πρόβαλλε, γινόταν φανερή από μόνη της με την πρώτη ματιά· η γοητευτική ηρεμία της ασφάλειας. Ερωτεύεται άραγε κανείς με το πρώτο ή ύστερα από αρκετές λαβωματιές; […]

– Δεν πιστεύω να έχετε δει ομορφότερη κοπέλα από τη βαφτισιμιά μου την Ακριβή.[…]

«Είμαι τρελός ή βρίσκομαι στα πρόθυρα της τρέλας. Είναι όμορφη, τι θα ωφελούσε να το αμφισβητήσει κανείς; Δεν έχω δει όμως πιο κακοντυμένη γυναίκα! Μου φαίνεται χαριτωμένη, γιατί είμαι στη Νάξο και τη βλέπω μέσα σε μια οργιαστική βλάστηση από πορτοκαλιές και πικροδάφνες· σε ένα σαλόνι του Λονδίνου, θα ήταν διαφορετικά. Νομίζω πως ακούω από δω τις ειρωνικές παρατηρήσεις της λαίδη Τζέιν. Τι καταστροφή! Κι ύστερα, εξάλλου, τι ανατροφή να πήρε αυτό το δύστυχο παιδί; Θα πρέπει να είναι τελείως ανόητη! Πρέπει να την κάνω να μιλήσει ».

Στις χώρες της Ανατολής, άνθρωποι καλοπροαίρετοι και ευτυχείς που είναι μαζί, απολαμβάνουν αυτή την ευχαρίστηση ώρες ολόκληρες χωρίς να ανοίξουν το στόμα. Μένουν καθισμένοι, καπνίζουν, κοιτάζονται, είναι ευχαριστημένοι, δεν βγάζουν μιλιά, και δεν έχουν την παραμικρή επιθυμία να φανούν πνευματώδεις. Αυτό εξηγεί γιατί οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν πλήττουν ποτέ. Ο Νόρτον λοιπόν θα μπορούσε να παρατείνει χωρίς όρια τους στοχασμούς του δίχως αυτό να φανεί περίεργο.[…]

Οι συνθήκες οι οποίες περιέβαλλαν τη ζωή της Ακριβής ήταν εντελώς όμοιες με τις συνθήκες ζωής των γυναικών πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια: απομόνωση, περιορισμένες φιλίες, απόλυτη άγνοια του εξωτερικού κόσμου· το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, τόσο για κείνες όσο και για το κορίτσι της Νάξου, από όσο μπορέσαμε να το διαπιστώσουμε με βάση τις εξέχουσες ιδιοσυγκρασίες των παλιών εκείνων χρόνων. Οι έμφυτες αρετές της κοπέλας δεν είχαν χαθεί, αλλά ήταν βαθιά κρυμμένες και αντί να απλωθούν πλούσια με άφθονες λεπτές διακλαδώσεις γεμάτες φύλλα, λουλούδια και καρπούς, αναπτύχθηκαν ολόισια με δυνατά κλαδιά, χωρίς ρόζους, που ανέβηκαν προς τον ουρανό, γοητευτικά αλλά ακόμα περισσότερο επιβλητικά, συναρπαστικά αλλά ακόμα περισσότερο μεγαλειώδη. Όλη η δύναμη της ψυχής της ήταν συγκεντρωμένη στο περιβάλλον της, και καθώς δεν την διακατείχε, ούτε την απασχολούσε καν, κάποια περιέργεια να κοιτάξει παραπέρα, τίποτε από ό,τι διέθετε σε νοητική ενέργεια δεν την είχε αποσπάσει από εκείνα που όφειλε να αγαπάει, και κανένα ένστικτο δεν την ωθούσε να διευρύνει τον κύκλο της. Για άλλη μια φορά, η Ακριβή ήταν η γυναίκα των ομηρικών χρόνων, που ζούσε, ανέπνεε, και είχε μοναδικό λόγο ύπαρξης το περιβάλλον μέσα στο οποίο περνούσε τη ζωή της, θυγατέρα κι αδερφή αποκλειστικά, περιμένοντας να γίνει, με τρόπο εξίσου απόλυτο, σύζυγος και μητέρα. Η ανεξαρτησία είναι κάτι που το συναντάμε ελάχιστα σε τέτοια πλάσματα· είναι αντανακλάσεις· δεν μπορούν και δεν θέλουν να είναι κάτι περισσότερο, η δόξα και η αξία τους, που δεν είναι μικρές, βρίσκονται σε αυτό.[…]

O Νόρτον εδραίωνε όλο και περισσότερο τη γνώμη του για το χαρακτήρα της ωραίας Ναξιώτισσας, ενώ συγκρούονταν μέσα του ο πολιτισμένος άνθρωπος που ήθελε να αγαπηθεί και διαισθανόταν ότι δεν συνέβαινε αυτό, και ο άνθρωπος που έπληττε και ήταν σχεδόν αηδιασμένος, έτοιμος να απαρνηθεί όσα είχε λατρέψει και να λατρέψει όσα αγνοούσε·[…]

O Νόρτον πρότεινε στην ομήγυρη έναν θαλάσσιο περίπατο, και βρήκε την ευκαιρία με αφορμή το ηφαίστειο που είχε πρόσφατα ενεργοποιηθεί στη Σαντορίνη. Δεν ήταν πολύς καιρός που το μεγάλο αυτό φυσικό φαινόμενο είχε αρχίσει ή μάλλον ξαναρχίσει τη δράση του, και ο κυβερνήτης μίλησε με ενθουσιασμό για το εκπληκτικό θέαμα που παρουσίαζε, με στόχο να προκαλέσει κάποια περιέργεια στις κατοίκους της έπαυλης.[…]

Την επομένη , τα πράγματα έγιναν όπως τα είχαν οργανώσει την παραμονή. Στις έξι το πρωί, η ναξιώτικη οικογένεια βρισκόταν στο κατάστρωμα του πλοίου.[…]

Κάποτε όλα πήραν τέλος· έπρεπε να φύγουν. Ο Νόρτον σκέφτηκε με λύπη ότι σε λίγες ώρες θα επέστρεφαν στη Νάξο, η Ακριβή θα γύριζε στο σπίτι με τις πικροδάφνες, κι αυτός με την Αυγή θα συνέχιζε να ζει όπως είχε ζήσει ως τότε, παίρνοντας μαζί του μιαν ανάμνηση που θα τον γέμιζε θλίψη καθώς θα του έκανε ακόμα πιο οδυνηρές τις πληκτικές πλευρές της ζωής του. Είχε κατορθώσει, αναλύοντας τις εντυπώσεις του από την Αντίπαρο και βλέποντας την εμπιστοσύνη της Ακριβής να μεγαλώνει, να πολλαπλασιάσει τους λόγους τους οποίους νόμισε ότι είχε για να πιστεύει όχι ότι τον αγαπούσε αλλά τουλάχιστον ότι τον είχε προσέξει. Ο Νόρτον δεν ήταν κανένας καυχησιάρης και δεν ενέδιδε εύκολα στις προτροπές αυτού του είδους της φιλαυτίας. Πιστεύοντας ότι η κοπέλα που αγαπούσε τον είχε ξεχωρίσει, και συγκρίνοντας αυτό που υπέθετε πως ήταν η ψυχική της κατάσταση με την εντύπωση που είχε σχηματίσει για τον χαρακτήρα της – ο οποίος τον είχε γοητεύσει όσο και η εξωτερική της εμφάνιση – αποφάσισε, ύστερα από ώριμη σκέψη, να ζητήσει το χέρι της, πράγμα που είχε στον ύψιστο βαθμό μυθιστορηματικό χαρακτήρα, λόγω του επιβαρυντικού στοιχείου της προμελέτης. Μόνο ένας Άγγλος είναι ικανός για τέτοια πράγματα, και για να εκτιμήσουμε σωστά αυτό που έκανε ο Νόρτον, πρέπει να κατανοήσουμε ότι το μόνο που επιδίωκε ήταν να κάνει πράξη τις διαθέσεις πολλών συμπατριωτών του.[…]

– Δεσποινίς, σας αγαπώ, και θα ήθελα να ξέρω από σας, αν μπορώ να ελπίζω ότι θα μοιραστείτε αυτό το αίσθημα.

Η Ακριβή τον κοίταξε με γοητευτική γλυκύτητα και του απάντησε:

– Ναι, κύριε, βεβαίως, σας αγαπώ πολύ.

Ο Νόρτον υποπτεύθηκε ιδιαίτερα την εξαιρετική ευκολία αυτής της δήλωσης , η οποία, όπως έγινε γρήγορα και χωρίς την παραμικρή συγκίνηση, δεν του φάνηκε να περιέχει ούτε στο ελάχιστο αυτό που περίμενε. Επέμεινε με ύφος σίγουρου ανθρώπου:

– Σας ευχαριστώ πολύ, δεσποινίς· θα ήθελα ωστόσο να ξέρω αν με αγαπάτε αρκετά ώστε να μου επιτρέψετε να ζητήσω το χέρι σας.

Και καθώς η Ακριβή έκανε μια κίνηση για να του απλώσει το χέρι χαμογελώντας, ο Νόρτον είδε καθαρά ότι δεν είχε καταλάβει ακόμα τίποτα, και πρόσθεσε:

– Δηλαδή να σας ζητήσω να γίνεται γυναίκα μου.

– Όχι! απάντησε απότομα η Ακριβή, και έγινε κατακόκκινη, της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια, σηκώθηκε και κατέβηκε στην καμπίνα. Ο Νόρτον έμεινε όρθιος, μπροστά στα συντρίμμια του χάρτινου πύργου του.

Το χτύπημα ήταν βαρύ και ο κυβερνήτης δεν ήταν προετοιμασμένος. Στις στιγμές της κρίσης όμως φανερώνονται κυρίως οι μεγάλοι χαρακτήρες. Εξέτασε μα σοβαρότητα την κατάστασή του.[…]

Βλέποντας στο κατάστρωμα τον κύριο Φραγκόπουλο και τον κύριο ντε Μονκάντ που κατατοπίζονταν για πως ρίχνει κανείς με ένα κανόνι, πήγε προς το μέρος τους και ζήτησε για ένα λεπτό την προσοχή τους. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό και οι δύο φίλοι του σοβαρεύτηκαν αμέσως κι εκείνοι σύμφωνα με το παράδειγμά του:

– Κύριοι, τους είπε, έχω την πρόθεση να εγκαταλείψω το ναυτικό σε πολύ σύντομο διάστημα. Η Νάξος μου αρέσει και θα εγκατασταθώ εκεί. Πιθανότατα θα ασχοληθώ με κάποια αγροτική εγκατάσταση· όπως και να’ ναι , θα μείνω εκεί οριστικά. Επειδή δεν είναι σωστό να είναι ο άντρας μόνος του, επιθυμώ να παντρευτώ· μια ξένη γυναίκα δεν θα προσαρμοζόταν εύκολα στην καινούργια μου πατρίδα· προτιμώ λοιπόν να παντρευτώ μια κοπέλα από τον τόπο, και αν δεν βλέπετε κανένα εμπόδιο σε αυτό, θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου δίνατε το χέρι της δεσποινίδας θυγατέρας σας και βαφτισιμιάς σας.

Αυτό το λογύδριο εκφωνήθηκε με τον πιο παγερό τόνο. Ο κύριος ντε Μοκάντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο κύριος Φραγκόπουλος σηκώθηκε με ύφος αξιοπρεπές και, αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στις συνήθεις περιστάσεις, δεν άφησε τον φίλο του να πάρει το λόγο, αλλά απάντησε ο ίδιος στον κυβερνήτη:

– Κύριε, η πρότασή σας με κολακεύει, και σας ευχαριστώ εκ μέρους της οικογένειάς μου. Οφείλω να σας επισημάνω ότι η κόρη μου δεν έχει προίκα, όμως η καταγωγή μας επιβάλλει κάποιες υποχρεώσεις ως προς τη σύναψη γάμου καθώς και πολλή περίσκεψη. Δεν αμφιβάλλω για την αξία σας, δες έχω κανενός είδους δισταγμό, μπορείτε να το πιστέψετε, για ό,τι αφορά την τιμή σας· δεν γνωρίζω όμως καθόλου την ευυπόληπτη οικογένειά σας και θα με λυπούσε πολύ αν υπήρχαν στην παρελθούσα κατάστασή της εμπόδια στο σχέδιό σας τέτοια ώστε ολόκληρη η καλή μου θέληση να μην μπορέσει να τα υπερνικήσει. Με μια λέξη, κύριε, είμαστε ευπατρίδες, και η κόρη μου θα παντρευτεί άντρα της σειράς της και μόνο.[…]

Όταν συνάντησε την Ακριβή, είδε ότι είχε δάκρυα στα μάγουλά της. Της έσφιξε το χέρι:

– Δεν με αγαπάτε.

– Δεν είναι αυτό, του είπε κουνώντας το κεφάλι· θα προτιμούσα να είσαστε Έλληνας.

Το τι συνέβη μετά δεν είναι ανάγκη να το διηγηθούμε. Ο γάμος ορίστηκε για μερικούς μήνες αργότερα.[…]

Ήταν ήδη οχτώ μέρες παντρεμένος, όταν άκουσε το θόρυβο μιας έντονης λογομαχίας ανάμεσα στην Τριανταφυλλιά και την Ακριβή. Αυτή η τελευταία υποστήριζε ότι οι Άγγλοι ήταν εξίσου καλοί ναυτικοί με τους Έλληνες, και καθώς της έλειπαν τα επιχειρήματα που θα αποδείκνυαν τα λεγόμενά της, επαναλάμβανε σταθερά: « Είμαι Αγγλίδα εγώ! » και το έλεγε με μεγάλη περηφάνια.

«Αγαπητή κόρη του Πριάμου! Αναλογίστηκε ο Νόρτον, αρχίζει να καταλαβαίνει ότι έχει σύζυγο ».

Η Ακριβή έμαθε την καινούργια γλώσσα της με μεγάλη προθυμία· έμαθε κι άλλα πράγματα, διάβασε λιγάκι, αλλά δεν αφοσιώθηκε σε τίποτε από όλα αυτά. Ο άντρας της την πήγε ταξίδι στην Αγγλία· έγινε δεκτή πολύ καλά και με όλες τις τιμές που αρμόζουν σε μια καλλονή.[…]

Δεν είναι πράγματι βέβαιο ότι η Ακριβή κατάλαβε πολύ καλά τον Νόρτον,[…] εξάλλου έπληττε τόσο πολύ στη Αγγλία και με τόσο φανερό τρόπο, που ο Χένρυ, καθώς δεν διασκέδαζε πολύ και ο ίδιος, την έφερε κατευθείαν στη Νάξο.

Σήμερα έχει δυο χαριτωμένα παιδιά που παίζουν μέσα στις πορτοκαλιές· δεν τα χάνει από τα μάτια της, και θεωρεί την απόλυτη ανωτερότητα του συζύγου της σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη τόσο βέβαιη όσο και το Ευαγγέλιο.

Πατήσια, Αύγουστος 1867

Πηγή: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης & Ηλεκτρονικού Περιεχομένου, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών, Συλλογή Ταξιδιωτικής Γραμματείας, 15ος-19ος αιώνας

Δείτε επίσης