«Ο Ιταλός», απόσπασμα από «Τα Ριζά», του Ολύμπιου Δαφέρμου

απο Cyclades Open

Ξύπνησε το πρωί ο Δάμος. Κι άρχισε να ντύνεται.

Τον βλέπει η γυναίκα του, η δασκάλα.

«Πού πας;»

«Έχω δουλειά».

«Τι δουλειά;»

Τι να της πει; Αντιστασιακή δουλειά έχει. Με το Ε.Α.Μ. Μόλις το τελευταίο συγκροτήθηκε στην περιοχή του, στις πλαγιές του Ψηλορείτη, οργανώθηκε. Από την εποχή του Μεταξά, νέος, είχε ακούσει για τον κομμουνισμό. Γέμισε η ψυχή του.

Ο ίδιος αγαπούσε όλον τον κόσμο. Βοηθούσε όπου μπορούσε. Την κοινωνία, τους φτωχούς είχε έγνοια· όχι το δικό του συμφέρον. Όπως συνέβη στην απελευθέρωση στο Ηράκλειο, όταν κάποιος γνωστός του του πρότεινε να φυλάει μια αποθήκη, αφού είχε όπλο, και εκείνος θα την γέμιζε. Μετά θα τα μοιράζονταν. Αρνήθηκε. «Η ιδεολογία μου δεν μου το επιτρέπει», είπε. «Με κείνηνα θ’ απομείνεις» ήρθε η απάντηση του ρεαλιστή. Και έφυγε τρέχοντας. Να προλάβει.

Προπολεμικά είχε παραιτηθεί από υπάλληλος του αγρονομείου. Δεν άντεχε, όπως έλεγε, τα εχθρικά βλέμματα και την απομάκρυνση των δικασθέντων αγροτών. Τον θεωρούσαν και αυτόν υπεύθυνο για τις ποινές που τους επέβαλε ο αγρονόμος.

Το μόνο που επιζητούσε ο Δάμος ήταν η αναγνώριση· όχι η ανταπόδοση. Και την είχε. Τόσο που μπορούσε να συμβιβάζει τους αντιμαχόμενους, που πολλές φορές ήταν άγριοι. Ειρηνοποιός.

Μειλίχιος, υπομονετικός, ευγενής, αλλά και επίμονος, κατάφερνε να συμφιλιώνει τους ανθρώπους και ευτυχούσε. Ο ίδιος απέφευγε τις συγκρούσεις.

Δεν άσκησε ποτέ βία. Ήταν αλληλέγγυος όταν τον είχαν ανάγκη, ακόμη και με αυτούς που επέλεγαν να του αντιπαρατεθούν. Έτσι έγινε και με ένα συγχωριανό του, όταν τη δεκαετία του ’60, άρρωστος, προσπαθούσε να μπει σε νοσοκομείο στην Αθήνα.

Δύσκολο εκείνη την εποχή. Ο Δάμος τον βοήθησε.

Τρεις μέρες το προσπαθούσε. Στο τέλος τα κατάφερε. Όταν γύρισε στο σπίτι η δασκάλα τον ρώτησε:

«Αυτός δεν ήταν που σε συκοφαντούσε στο χωριό;»

«Ναι, αυτός ήταν».

«Και συ έτρεχες τρεις μέρες για το χατίρι του;»

«Και ίντα ήθελες να κάμω; Να τον αφήσω να ποθάνει;»

Τώρα με το Ε.Α.Μ. τα πράγματα έπαιρναν μια διαφορετική διάσταση. Είναι στο χέρι τους να πραγματώσουν την αλληλεγγύη και την ισότητα.

Την ανθρωπιά, όπως συνήθιζε να λέει. Αν και πατέρας μιας κόρης, διακινδύνευε. Το μήνυμα για τη γέννηση του παιδιού του το πήρε στην Αλβανία.

Δεν πίστευε πως είναι κορίτσι. Όταν επέστρεψε, μετά από πολλές περιπέτειες, το έγδυσε για να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι.

Ήταν σύνδεσμος βουνού και πολιτικής οργάνωσης. Από τους λίγους στην περιοχή, αν όχι ο μόνος, που διάβαζε. Είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Εκεί είχε γνωρίσει τη δασκάλα, μαθήτρια τότε, και την ερωτεύτηκε.

Προσπάθησε να μην της απαντήσει. Η δασκάλα φοβόταν. Η ίδια, πέμπτη κόρη εννεαμελούς, πάμφτωχης και δυσλειτουργικής οικογένειας, έτυχε κακής μεταχείρισης. Ο πατέρας της δύο φορές προσπάθησε να μεταναστεύσει στην Αμερική. Και τις δύο φορές βρέθηκε στην Αργεντινή και γύρισε πίσω. Μόλις γεννήθηκε, η μάνα της, δίχως ευαισθησία και τρυφερότητα, την παράτησε. «Ουφ, πέμπτη κόρη», είπε. Η μεγάλη της αδελφή, η Κατίνα, δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερη, την παρέλαβε. Την έβαλε και θήλαζε την κατσίκα τους. Λες και εκείνο το γάλα, το γιτσικό, είχε υπερφυσική δύναμη. Ήταν η μόνη από τα αδέρφια της που σπούδασε. Εκείνα το πολύ να έβγαλαν το δημοτικό. Ήταν η καλύτερη μαθήτρια της τάξης. Διάβαζε συνεχώς κάτω από τις αποθαρρυντικές προτροπές της μάνας της. «Τι διαβάζεις; Κορδελιάστρα θα γίνεις». Εκείνη όμως συνέχιζε. Απόλυτη αυτοπροσήλωση. Δεν το έβαζε κάτω. Στην τελευταία τάξη του δημοτικού έγραψε του θείου της στην Αμερική, αδερφού της μητέρας της. Του έστειλε τους βαθμούς της και του ζήτησε να την βοηθήσει να σπουδάσει. Έτσι και έγινε. Εκείνου, δίχως παιδιά, ζεστάθηκε η ψυχή του. Με κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι που οι εκπαιδευτικές θεωρίες γίνονται σκόνη. Η επιτυχία της αυτή, να γίνει δασκάλα κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, την έκανε συντηρητική και καθωσπρέπει. Για κείνη το σύστημα λειτούργησε θετικά. Την έβγαλε από την αθλιότητα. Στη δική της περίπτωση η ανατροπή είχε συντελεστεί.

Το γεγονός αυτό την τοποθέτησε στη μικροαστική τάξη, με το κύρος της δασκάλας εκείνης της εποχής. Της γραμματιζούμενης και με μισθό. Μέσα στη γενική φτώχεια. Ο Δάμος δεν έδινε σημασία. Εξάλλου ο ίδιος ήταν γιος δασκάλου. Εκείνος ψήφιζε Αριστερά και η δασκάλα Δεξιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ψήφιζαν σε χρωματιστό φάκελο. Δύο ήταν στο χωριό οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ο ένας κομματάρχης. Κομματάρχης της Δεξιάς.

Έφυγε λέγοντας ότι δεν θα αργήσει. Πήρε ένα σύντροφό του και οπλισμένοι κίνησαν για την αποστολή τους. Ήταν ένα από εκείνα τα πρωινά που σου φωνάζει η ζωή. Ήλιος δίχως ζέστη και με τη φύση ν’ ανθίζει, δίχως να καταλαβαίνει από Κατοχές.

Πήραν το ανηφορικό μονοπάτι αλαφροπερπατώντας, σαρώνοντας με το βλέμμα τους όλο το τοπίο και με τα αυτιά τους όλους τους ήχους. Όχι  εκείνους της φύσης που συμπλήρωναν την άνοιξη τους άλλους, τους επικίνδυνους. Είχαν δεν είχαν περπατήσει μισή ώρα όταν είδαν μακριά να έρχεται προς το μέρος τους, στο ίδιο μονοπάτι, ένας οπλισμένος Ιταλός στρατιώτης. Ενστικτωδώς κρύφτηκαν πίσω από έναν θάμνο. Δίχως να ανταλλάξουν μιλιά. Ξέρουν ότι θα τον σκοτώσουν και θα του πάρουν τα όπλα. Πολύτιμο απόκτημα. Πλησιάζει ο Ιταλός. Ακούγονται τα βήματά του. Σφυρίζει ανέμελα ένα ιταλικό τραγούδι. Είναι σχετικά μικρός στην ηλικία. Κοιτάζονται. Η κρίσιμη ώρα πλησιάζει. Ιδρώνουν. Σφίγγουν τα όπλα. Ξανακοιτάζονται. Η ένταση κυριαρχεί. Ξαφνικά γυρνά ο ένας και λέει στον άλλο:

«Θα ’χει μάνα…. Δε θα ’χει;»

«Ε, ναι…»

Σιωπή. Πρέπει να σκοτώσουν. Πόλεμος είναι.

Κατοχή. Τι θέλουν αυτοί στα χώματά τους. Δεν έχουν ξανασκοτώσει. Η καρδιά τους πάει να σπάσει. Είναι και νέος.

Μπορεί να ’ναι και παντρεμένος.

Μπορεί…

Ξανά σιωπή. Πυροβολισμοί, αίματα, νέος, θάνατος, όπλα, αντίσταση, ελευθερία. Όλα μπερδεμένα. Όλα κουβάρι. Πώς να τα ξεχωρίσουν; Απότομα τους ήρθε. Ούτε χαστούκι δεν είχαν δώσει.

Ούτε κότα δεν είχαν σφάξει…

Ο Δάμος στην Αλβανία δεν πήγε στο μέτωπο.

Δεν πολέμησε. Κρατήθηκε στα μετόπισθεν, ωσότου έφτασαν τα χαρτιά του και απολύθηκε, ως ο μεγαλύτερος τεσσάρων υπηρετούντων αδερφών.

«Να τον αφήσουμε;»

«Να τον αφήσουμε είπες;» ψιθύρισε. Κάτι μεταξύ ξαφνιάσματος και ανακούφισης.

Ξανακοιτάζονται. Κάθιδροι. Ταμπούρλο το στήθος. Οι σφυγμοί πάνω από κάθε όριο. Ξανά αίματα, θάνατος, ελευθερία, αντίσταση. Όπλα, πανάθεμά τα. Το διπλανό χωριό το είχαν κάψει δύο φορές, οι Γερμανοί όμως. Ο Δάμος βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με την κοσμοθεωρία του. Απέναντι.

«Άστονε να πάει στο διάολο» είπε.

Και τον άφησαν.

Πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’90, τον ρώτησα: «Αν ήταν Γερμανός, τι θα κάνατε;»

«Δεν ξέρω», απάντησε


.

Ο Ολύμπιος Δαφέρμος γεννήθηκε το 1947 στην Αξό Ρεθύμνου. Είναι διπλωματούχος μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος Ε.Μ.Π. και διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάστηκε ως σύμβουλος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Στέλεχος του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, είναι συγγραφέας των βιβλίων «Φοιτητές και δικτατορία: Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα 1972-1973» (Γαβριηλίδης, 1999· 2009), «Όνειρο ήταν» (Γαβριηλίδης, 2003· επανέκδοση: Οδυσσέας, 2005) και «Τα Ριζά» (Γαβριηλίδης, 1999· 2009).


📸 Αρχείο Γιάννη Β. Παπαδάκη – axos.gr

Δείτε επίσης