Ο μπάλος που έμεινε μισός: Μια παλιά φιλωτίτικη αποκριάτικη ιστορία

Κατερίνα Ψαρρά

απο Cyclades Open

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας μιας περασμένης εποχής, που δεν ξεχάστηκε ποτέ, ξαναφουντώνει με αφορμή τις Απόκριες. Ένας χορός που έμεινε μισός, ένας μπάλος, ανάμεσα στο Στέφανο και την Κυριακή, θα τελειώσει τελικά ή θα μείνει μισός για πάντα;

Η Κατερίνα Ψαρρά ή όπως εμείς γνωριζόμαστε μεταξύ μας στο Φιλώτι με τα παρωνύμια “Η Κατερίνα του Κωστο(γ)ιάννη” μέσα από ένα θεατρικό σκετσάκι, αποδίδει έμμετρα τον ανεκπλήρωτο έρωτα μιας νιότης που μπορεί να γέρασε μα δεν ξεχάστηκε ποτέ…

Τελευταίες μέρες της Αποκριάς. Κι εγώ  όπως συνηθίζω να κάνω τα τελευταία χρόνια, απομονώνομαι για λίγο, ξαναδιαβάζω για μια ακόμη φορά τις «Παλιές Αποκριές στο Φιλώτι της Νάξου», κοιτώ φωτογραφίες από παλιές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ξεφυλλίζω κάποια θεατρικά σκετσάκια που έχω γράψει και αναπολώ. 

Όπως έναν  θεατρικό μου ήρωα, που πολύ τον αγαπώ!  Είναι ο Στέφανος, ένας γέρος Φιλωτίτης, ογδόντα δύο ετών, που νοσταλγεί και κείνος τις Αποκριές της νιότης του και που τον ευχαριστεί πολύ, να περιγράφει εκείνη την εποχή, στον αγαπημένο του ανιψιό. Η αφήγηση όμως γίνεται πολύ συγκινητική, όταν ο Στέφανος αναφέρεται στο μεγάλο του έρωτα,  την Κυριακή. Και πόσο παράξενο!!! Η αγάπη αυτή που κράτησε χρόνια,  ξεκίνησε και τέλειωσε στο «Δώμα του Σκληβά». Η σκηνή διαδραματίζεται Τρινό Σαββάτο, στην αυλή του σπιτιού του Στέφανου. Η Κυριακή, γερόντισσα πια κι΄ αυτή, στο πέρασμά της για το δικό της το σπίτι, ακούει τα λόγια του  Στεφάνου και μετά από 50 χρόνια σιωπής…

Αυτό το θεατρικό σκετσάκι με τίτλο: «Ο μπάλος, που έμεινε μισός»,  αποφάσισα  να το δημοσιεύσω, να το αφιερώσω σε όλους εσάς και να σας ευχηθώ, τα δύσκολα να περάσουν και του χρόνου να είστε όλοι καλά και με χαρά να γιορτάσετε και να ξεφαντώσετε με τις οικογένειές σας.

Ας αρχίσουμε λοιπόν:

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Τα χρόνια εκείνα τα παλιά,

τότε που είμαστε παιδιά,

θυμούμαι και δακρύζω.

Και κάθε μέρα που περνά,

παρ’ ότι το μυαλό γερνά,

πάντα σ’ αυτά γυρίζω.

Θα προσπαθήσω να σου πω,

για όλα εκείνα π’ αγαπώ

και χάνονται στο χρόνο.

Κι όταν το συλλογίζομαι,

αλήθεια, σου τ’  ορκίζομαι,

μέσα μου νιώθω πόνο.

Θυμούμαι ‘κεινες  τσ’εποχές,

που γύριζα απ’ τσ’ εξοχές

κι εκεί στο «Ψηλοτάρι»,

εβούιζενε το χωριό,

από τραγούδια και χορό,

τζαμπούνα και δοξάρι.

Κι εγώ ετότες πιο μικρό,

παιδί,  από οχτώ χρονώ(ν),

ήτρεχα να προκάμω.

Να δω κοπέλια που φτερά,

βαζαν στσι βράκες, με χαρά

και δεν πατούσαν χάμω.

Στα όμορφα βορτόσπιτα,

τρέχει ο νους μου και κοιτά

νέους και κοπελούδια.

Σταμάταγε  η μουσική

και τότε εκείνοι καθιστοί,

‘ρχινούσαν τα τραγούδια

………………………………………………

Αχ!!!και να΄μουν πάλι νεαρός, τη βράκα μου να βάλω.

Την κοπελιά π’  αγάπουμου να τη χορέψω μπάλο.

Ακόμα κι αν εγέρασα, πάντοτε τη θυμούμαι.

Στα όνειρα μου έρχεται, τσι νύχτες που κοιμούμαι.

………………………………………………

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ

Πολύ αργά δε σκέφτηκες,

εκείνη που ερωτεύτηκες

πριν από τόσοι χρόνοι;

Την άνοιξη είχα στην καρδιά,

μα έξαφνα  σε μια βραδιά,

την πάγωσες σαν χιόνι.

Το μπάλο μας θυμήθηκες

και βλέπω συγκινήθηκες,

τρέχουν τα δάκρυα σου.

Γιατί, σ’ εκείνο το χορό,

μετά από έρωτα χρονώ(ν),

μ’ έδιωξες μακριά σου.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Μονάχα εσένα αγάπησα,

ω Κυριακή!! Κι αν σ άφησα,

το χω μετανιωμένο.

Είμαι ογδόντα δυο χρονώ(ν)

μα να περάσεις το στενό,

σε κρυφοπεριμένω.

Ποτέ μου δε σε ξέχασα

και τη ζωή μου έχασα,

που θα΄χε τόση γλύκα.

ΚΥΡΙΑΚΗ

Ε, τι να κανα η έρημη, εγώ δεν είχα προίκα.

Στέφανε πια, γεράσαμε.

και οι καιροί περάσανε.

Χειμώνες, καλοκαίρια.

Εκύλησενε η ζωή 

κι εμείς οι δυο μας μοναχοί,

ζήσαμε δίχως ταίρια.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Ένα χω μόνο μες το νου

και στην καρδιά μεράκι.

Κείνου του  μπάλου το χορό,

τώρα ακόμα που μπορώ, να χόρευα λιγάκι.

Μα η χορεύτρα να σαι συ!!!

Όπως κι ετότες Κυριακή.

ΚΥΡΙΑΚΗ

Είσαι εσύ ογδόντα δυο

κι εγώ εβδομήντα έξι.

Μην ξεγελιέσαι Στέφανε!!!

Κανείς μας δεν θ αντέξει,

για να τελειώσει το χορό.

Πάλι μισός θα μείνει!!!

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Μισός κι αν μείνει Κυριακή,

χαρά θε να μου δώσει.

Γιατί με τ΄άλλο ντου μισό,

ο μπάλος θα τελειώσει!!!

ΚΥΡΙΑΚΗ (με σκληρότητα και ειρωνία)

Ναι! Όπως ετότες!!!

‘Κεί στο δώμα του Σκληβά…

Τρινό Σάββατο ήτανε, θυμάσαι;

Που μου πες πως χωρίζουμε γιατί,

τη μάνα σου, κακόμοιρε, φοβάσαι.

Γι αυτό σου δίνω μία συμβουλή:

Άμα  στο σπίτι ξαναμπείς,

ένα καθρέφτη πιάσε.

Κι’ ότι θωρείς, φασκέλωνε.

Καθόλου μη λυπάσαι!!!

Φασκέλωνε και μη σκεφτείς,

ποιός ειν’ απέναντί σου.

Ειν’ αυτός π’ άφησε μισό, το μπάλο της ζωής σου!!!

Δείτε επίσης