ΜΙΚΡΟ διάλειμμα από τον πόλεμο και από την πολιτική σήμερα. Δείτε το ως προσωπική ανάγκη.
Ως ενός είδους αποτοξίνωση. Σήμερα θα επικεντρωθούμε στην παράδοσή μας. Στη λαϊκή μας παράδοση. Με συγκίνησε προχθές η είδηση της απώλειας της Ειρήνης Κονιτοπούλου, ενός εκ των ιδρυτικών μελών μιας οικογένειας από την αγαπημένη μου Νάξο, η οποία ταύτισε και ταυτίζει το πέρασμά της από αυτή τη ζωή με το νησιώτικο τραγούδι.
Τόσο η ίδια όσο και ο αδελφός της Γιώργος πήραν τη σκυτάλη από τον λαϊκό βιολιτζή πατέρα τους Μιχάλη, που γεννήθηκε στο χωριό Κινίδαρος του πανέμορφου αιγαιοπελαγίτικου νησιού μας, και μαζί με τα αδέλφια της (μεταξύ των οποίων η Στέλλα, η Αγγελική και ο Βαγγέλης), για δεκαετίες τώρα, συντροφεύουν με τα τραγούδια τους τα γλέντια μας και τις χαρές μας. Τους γάμους μας, τις βαφτίσεις μας, τους Δεκαπενταύγουστούς μας, τις ονομαστικές μας εορτές, τους χορούς μας ανήμερα της Λαμπρής, όλα. Μεγάλωσα με τη φωνή της Ειρήνης, του Γιώργου, της Αγγελικής, της Στέλλας και του Βαγγέλη. Και αργότερα των άλλων παιδιών, όπως η Νάσια.
Ο παππούς μου ο Δημήτρης αγαπούσε πολύ το βιολί και, όταν γύριζε στο σπίτι κατάκοπος από τις αγροτικές εργασίες, έβρισκε γαλήνη σε αυτό το ευγενικό όργανο, το οποίο μπορεί να εκφράσει -ιδού η ιδιομορφία του και η υπεραξία του- και τις ελίτ με την κλασική μουσική, αλλά και τις λαϊκές πλειοψηφίες με την παραδοσιακή μουσική. Το έβαζε καμαρωτός στο πιγούνι του, έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού της συχωρεμένης της προγιαγιάς μου της Τασίας που ευλογήθηκα να γνωρίσω, έβγαζε το δοξάρι από τη θήκη, το άγγιζε στις χορδές και άρχιζε το πανηγύρι! Με πρώτη προτίμηση την «Περβολαριά».
Ο πατέρας μου και η μητέρα μου αγαπούσαν και αγαπούν υπέρμετρα τους Κονιτοπουλαίους. Μολονότι δεν έτυχε ποτέ να τους ακούσουν από κοντά. Σε κάθε χαρά, σε κάθε γιορτή, σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση, την ώρα που στρωνόταν το τραπέζι, πάντα στο κασετόφωνο -τότε δεν υπήρχαν cd, ίντερνετ και YouTube αλλά ταπεινές κασέτες- ακούγονταν στη διαπασών το «Γιάντα να μη θέλεις, γιάντα», «Το αρμενάκι», «Ο Μάουκας», το «Ικαριώτικο» και δεκάδες άλλα τραγούδια που έγραψε πρώτος ο Γιώργος και ερμήνευσε η Ειρήνη. Επιτυχίες που εδώ και δεκαετίες είναι στα χείλη εκατομμυρίων Ελλήνων.
Μ’ αυτούς τους ήχους μεγάλωσα. Με την καθαρότητά τους. Την αισιοδοξία τους. Την ορμή τους που μας παρέσυρε σε έναν συρτό χορό χωρίς διακοπή. Για ώρα. Εβγαζε ο πατέρας μου το μαντίλι από την τσέπη και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρισκόμασταν όλοι μαζί στην αυτοσχέδια πίστα της υπαίθρου. Ωραία χρόνια αθωότητας. Ακόμη και σήμερα, αν θέλει κάποιος να με συγκινήσει και να μου θυμίσει τις ρίζες μου, αρκεί να μου βάλει ένα νησιώτικο τραγούδι να ακούσω. Ο,τι ώρα και να ’ναι. Ακόμη και στις οχτώ το πρωί. Το έχω για καλό, αν συμβεί.
Δεν είναι μόνον ότι μου θυμίζει τα ανέμελα παιδικά χρόνια στο νησί. Είναι και διότι η οικογένεια Κονιτοπούλου με τη δυναμική της παρουσία στο νησιώτικό μας τραγούδι έχει σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή της λαϊκής μας παράδοσης. Αν δεν τη δημιούργησε η ίδια! Γνωρίζω, βεβαίως, ότι σε νεότερους Ελληνες η νησιώτικη μουσική σε υπερβολικές δόσεις μοιάζει μονότονη. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν ότι θα τους εδίδετο η ευκαιρία να μετάσχουν σε ένα ολονύκτιο γλέντι ή πανηγύρι της Παναγίας ακούγοντας μόνο νησιώτικα. Είναι κατανοητό. Το ίδιο ισχύει για άλλους Ελληνες όταν ακούν ποντιακά τραγούδια, τα οποία θεωρούν πολύ κλαψιάρικα. Ή για άλλους, που τα ηπειρώτικα θεωρούνται βαριά. Ή ριζίτικα από τη λεβεντογέννα Κρήτη, από την οποία η οικογένειά μου έλκει την απώτερη καταγωγή της.
Και αυτό είναι κατανοητό για τους εξής λόγους: Εάν δεν γνωρίζεις την ιστορία και την ψυχοσύνθεση των νησιωτών μας, η οποία ορίζεται από τη θάλασσα, εάν δεν γνωρίζεις την ιστορία και την ψυχοσύνθεση των Ποντίων, η οποία ορίζεται από τις περιπέτειες, τις γενοκτονίες, τις διώξεις και τα βάσανά τους, εάν δεν γνωρίζεις την ιδιοσυγκρασία των Ηπειρωτών και την ευγενική προσφορά τους, τότε είναι αδύνατον να καταλάβεις τον ήχο του βιολιού, το παράπονο της ποντιακής λύρας, την υπερηφάνεια του κλαρίνου, το ασυμβίβαστο της κρητικής λύρας. Κάθε ήχος και κάθε στίχος της παραδοσιακής μας μουσικής αντιστοιχεί και ανατρέχει σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας. Από εκεί αντλεί τα ερεθίσματά του.
Υπό αυτή την έννοια η προσφορά της οικογένειας Κονιτοπούλου στην πατρίδα μας, εν προκειμένω της Ειρήνης, η οποία έφυγε προχθές από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, είναι αξεπέραστη. Σε αυτήν την όμορφη και παράξενη πατρίδα έχουν βραβευθεί προσωπικότητες που αξίζουν αλλά και προσωπικότητες που δεν αξίζουν. Οι Κονιτόπουλοι το αξίζουν. Προσφάτως η Ακαδημία Αθηνών έκανε μέλος της -και έπραξε άριστα- τον Λεωνίδα Καβάκο, τον μεγάλο σολίστα μας. Μήπως τον προσεχή Δεκέμβριο, όταν η Ακαδημία θα απονέμει τα ετήσια βραβεία της, είναι η ώρα, στη μνήμη του Μιχάλη, του Γιώργου και της Ειρήνης Κονιτοπούλου, να καλέσει όλα τα εν ζωή μέλη της οικογένειας και να τα τιμήσει για την προσφορά τους στην πατρίδα μας; Είναι το ελάχιστο, θεωρώ. Είτε το κάνει η Ακαδημία είτε το κάνει όποιος άλλος.