Το πραγματικό πρόσωπο πίσω από την «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά

απο Cyclades Open
Κοιμωμένη Γιαννούλη Χαλεπά

Η «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά θεωρείται δικαίως ένας από τα αριστουργήματα της σύγχρονη ελληνικής γλυπτικής. Φιλοτεχνήθηκε το 1878 και πιστό αντίγραφο του βρίσκεται ακόμα και σήμερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το διασημότερο ίσως σύγχρονο ελληνικό γλυπτό και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Χαλεπά κρύβει πίσω του μια τραγική ιστορία αλλά και μύθους.

Το πρόσωπο και η τραγωδία

Η «Κοιμωμένη» είναι η Σοφία Αφεντάκη. Ήταν κόρη της Ελένης και του Κωνσταντίνου Οικονόμου Αφεντάκη. Ο πατέρας της ήταν εύπορος έμπορος των Αθηνών με καταγωγή από την Κίμωλο και είχε δυο κόρες. Την Μαριγή και τη Σοφία που ήταν η μικρότερη. Η Μαριγή παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Χατζημιχάλη, καθηγητή ιατρικής του πανεπιστημίου Αθηνών. Η Σοφία στα δεκαεπτά της χρόνια χτυπήθηκε από φυματίωση, αλλά δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει. Πριν περάσουν δύο χρόνια από την εμφάνιση της αρρώστιας πέθανε. Γεννήθηκε το 1855 και έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 1873.

Τι έχει πει ο Χαλεπάς για το άγαλμα

Μετά τον θάνατο του κοριτσιού η μητέρα της πήγε στο εργαστήριο του Χαλεπά και του ζήτησε να δημιουργήσει ένα γλυπτό το οποίο θα τοποθετούνταν πάνω στον τάφο. Ήταν το έτος 1877. Ο ίδιος ο Γιαννούλης Χαλεπάς, μιλώντας το 1930, θα πει:

«Μέσα στη τσάντα της είχε μια φωτογραφία μιας ωραίας γυναίκας. Την έβγαλε απ’ την τσάντα της, και δείχνοντάς μου την, μού είπε να της κάνω μία προτομή, ένα οποιοδήποτε άγαλμα του γούστου μου. Της ζήτησα, θυμάμαι, χίλιες δραχμές, κι εκείνη, αφήνοντας τη φωτογραφία, έφυγε.

Εγώ την άλλη μέρα άρχισα να σκέπτομαι, να βασανίζω το μυαλό μου, σαν τι σχέδιο να κάνω. Δεν άργησα να εμπνευστώ το σχέδιό μου κι αμέσως έβαλα μπρος.

Έκανα το σχέδιο, κατόπι το έπλασα σε πηλό. Φώναξα τότε την κυρία Αφεντάκη. Όταν ήλθε, δεν της άρεσε και μου είπε ότι αν είναι δυνατόν ν’ αλλάξω σχέδιο. Εγώ θυμώνοντας τότε – και το θυμό μου θυμάμαι ακόμα και τώρα, γιατί για μένα τα λόγια της ήταν προσβλητικά – μη χάνοντας καιρό, πήρα ένα λοστό, έδωσα ένα γερό χτύπημα στο στήθος του αγάλματος κι έτσι χωρίστηκε απ’ το στήθος το κεφάλι.

Η κυρία Αφεντάκη κατάλαβε αμέσως το λάθος της και μου είπε ότι το άγαλμα της άρεσε όπως ήταν και με παρακάλεσε να το ξαναφτιάξω. Το’ φτιαξα, το σκάλισα απάνου στο μάρμαρο και έπειτα από λίγον καιρό, το 1880, η Κοιμωμένη, το άγαλμα που μου έδωσε τη φήμη, στέκονταν πάνω απ’ τον τάφο της Αφεντάκη».

Η συμβολή του Αλεξάκη Λάβδα

Ο Χαλεπάς έχει ολοκληρώσει το έργο σε γύψο και τον Μάρτιο του 1879 ο Αλέξιος Λάβδας, ο Αλεξάκης όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, αναλαμβάνει τη μεταφορά της «Κοιμωμένης» σε μάρμαρο. Σύμφωνα με αναφορές το μάρμαρο του το έφερε ο πατέρας της Σοφίας Αφεντάκη από την Καράρα της Ιταλίας. Ο Χαλεπάς επισκέπτεται τον εργαστήριο του Λάβδα και παρακολουθεί την πορεία της μεταφοράς σε μάρμαρο.

Ο Λάβδας ολοκληρώνει το έργο και είναι αυτός που στήνει το επιτύμβιο μνημείο στη θέση του, στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Το 1930 Χαλεπάς και Λάβδας ξαναβρέθηκαν στο σπίτι των ανιψιών του Χαλεπά, όπου ζούσε φιλοξενούμενος ο γηραιός πλέον γλύπτης. Ο Χαλεπάς μιλώντας με τον Λάβδα φέρεται να του είπε για την «Κοιμωμένη»: «Α, ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες».

Το κορίτσι που έχει αποκοιμηθεί και η επίσκεψη

Η «Κοιμωμένη» φιλοτεχνήθηκε σε λευκό μάρμαρο. Αναπαριστά ολόσωμη μια νεαρή κοπέλα, ξαπλωμένη σε ένα ανάκλιντρο, επάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια. Το κεφάλι της γέρνει απαλά στο πλούσια διακοσμημένο με κεντήματα μαξιλάρι κρατώντας έναν σταυρό στο ένα χέρι, ενώ το άλλο της χέρι πέφτει απαλά στα σεντόνια με το ένα της πόδι να είναι ελαφρά ανασηκωμένο. Η εικόνα που σου δίνει το γλυπτό είναι μια κοπέλας που έχει αποκοιμηθεί, όχι που είναι νεκρή.

Το 1930, λίγο μετά την εγκατάσταση του στην Αθήνα, ο Χαλεπάς, αφού τον προέτρεψαν οι ανιψιές του Ειρήνη, Ευτυχία και Μαριάνθη, επισκέφθηκε το Α’ Νεκροταφείο (φωτό) και την «Κοιμωμένη» του. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για να παρακολουθήσει αυτή τη… συνάντηση.

Οι μύθοι

Η ζωή και ο θάνατος της Σοφίας Αφεντάκη έχει «διανθιστεί» με μύθους. Ένας από αυτούς τη θέλει να είναι το αντικείμενο του πόθου του Χαλεπά. Ο ίδιος ο γλύπτης θα ξεκαθαρίσει: «Δεν τη γνώριζα. Εγώ αγάπησα μόνο τη Μαριγώ». Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο η Σοφία Αφεντάκη, σε ένα ταξίδι που έκανε στην Ιταλία με τον πατέρα της, γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα τον τενόρο Τζοβάνι Ματέο ντε Κάντια, γνωστό ως Μάριο (1910-1883). Μαζί έζησαν έναν κρυφό και θυελλώδη έρωτα, μέχρι που ο πατέρας της ανακάλυψε την σχέση τους, την οποία και δεν ενέκρινε. Έγινε έξαλλος, πήρε την κόρη του και γύρισαν στην Αθήνα. Η Σοφία κατέρρευσε και έστελνε συνεχώς γράμματα αγάπης στον τενόρο στην Ιταλία, χωρίς να λαμβάνει ωστόσο απάντηση. Η νεαρή έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και μη αντέχοντας τον αβάσταχτο πόνο για τον έρωτά της, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή της, στα 18 της μόλις χρόνια, πίνοντας δηλητήριο. Ο μύθος δεν σταματά εκεί. Ο πατέρας της Σοφίας μετέβη στην Ιταλία για να βρει ένα ειδικό μάρμαρο που του ζήτησε ο Χαλεπάς για το μνημείο της Σοφίας και έμαθε από εφημερίδα πως ο Μάριο Τζοβάνι είχε αυτοκτονήσει. Είχε βρει τα γράμματα της Σοφίας, προσπάθησε να μάθει πληροφορίες και όταν του είπαν πως πέθανε, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του. Πρόκειται για έναν μύθο της εποχής που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Επίλογος

Το πρωτότυπο γλυπτό έμεινε στο Α’ Νεκροταφείο για 137 χρόνια και έπειτα μετακινήθηκε σε ειδικό χώρο συντήρησης γλυπτών, μετά από μία μεγάλη και επίμονη διαδικασία που κίνησε η οικογένεια του καλλιτέχνη, ενώ στη θέση του πρωτότυπου έργου τοποθετήθηκε ένα πιστό αντίγραφο.

Πηγή: Janus

Δείτε επίσης