Η ακαλάντιαστη

Ειρήνη Προμπονά

απο Cyclades Open

Ο χρόνος κυλάει διαβάζοντας περσινές αναρτήσεις και ακούγοντας μουσική, τραγούδια και ορχηστρικά μέρη, ανάμεικτα με χριστουγεννιάτικα «κλασσικά» και μη.

Ωστόσο δεν νιώθω καμία χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα να πλανάται, ούτε γύρω μου, ούτε μέσα μου. Σκέφτομαι πως αυτό μπορεί να γίνει αύριο ή ανήμερα της γιορτής, Μπορεί, μπορεί και όχι.

Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα λάτρης των Χριστουγέννων. Όσο πήγαινα σχολείο, ναι, μου άρεσαν! Είχα την ευκαιρία για δεκαπέντε μέρες να βρεθώ με την οικογένεια μου, όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι, να πάω βόλτα στη θάλασσα και να μαζέψω κοχύλια μες το καταχείμωνο, να την αράξω στον αχυρώνα χαζεύοντας τα περαστικά ποντίκια και εξημερώνοντας γάτες, ν’ ακούσω ραδιόφωνο σκεπασμένη ως απάνω με πολλές βαριές κουβέρτες κι ένα φακό να τον ανάβω κατά διαστήματα και να σκέφτομαι διάφορα φανταστικά σενάρια με το παιδικό μου μυαλό και άλλα πολλά που, δεκαπέντε μέρες, δεν έφταναν, αν υπολογίσεις και τις απαραίτητες σκανταλιές που υπήρχαν στο πρόγραμμα.

Κάλαντα δεν είπα ποτέ μου στ’ αλήθεια. Ίσως από συστολή να τραγουδήσω μπροστά σε άλλους -ευτυχώς το ξεπέρασα μετά- αλλά και από μια περίεργη αποστροφή που είχα έμφυτη στο να μου δίνουν χρήματα, ενώ δε μ’ άφηναν να ολοκληρώσω καν το τραγούδι που ξεκινούσα!

Μια φορά θυμάμαι πως ακολούθησα από «απόσταση ασφαλείας» μια παρέα παιδιών που έλεγε τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι παρατηρώντας την παράσταση, αλλά και τις αντιδράσεις των νοικοκυραίων. Πλάκα είχε, αλλά δε με συγκίνησε ως γεγονός.

Άσε που η ποσότητα των κουραμπιέδων και των μελομακάρονων μου έφερνε μια αναστάτωση στο στομάχι -ειδικά οι κουραμπιέδες- και δεν «μ’ έψηναν» σαν καλαντικό «δόλωμα». Αν ήταν τηγανίτες με μέλι ή λουκουμάδες, μπορεί και ν’ άλλαζαν τα πράγματα τότε, ποιος ξέρει…

Τελικά, η συστολή και η αποστροφή που αναφέρω παραπάνω νίκησαν και έμεινα «ακαλάντιαστη» μέχρι το 1999, όπου μαζί με τα ξαδέρφια μου και φίλους, κατεβήκαμε στα μουλωχτά στους δικούς μου στην εξοχή, μαζί με μια κιθάρα.

Κάναμε πρόβα όλοι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο κι όταν πλησιάσαμε στο φωταγωγημένο σπίτι, σβήσαμε φώτα και τη μηχανή και κάνοντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε, βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο.

Και τότε μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε χωρίς κανείς να το περιμένει,  ένα θορυβώδες και χαμογελαστό κάλαντο, που ράγισαν κι οι πέτρες!

Βγήκαν όλοι στη βεράντα γελώντας κι αν μπορούσε να διακτινιστεί ο θείος μου ο Δημήτρης, με τον οποίο μιλούσε εκείνη την ώρα η μάνα μου στο τηλέφωνο από την Αθήνα στη Νάξο, θα το είχε κάνει, το μόνο σίγουρο. ‘Άκουσε τον χαρμόσυνο σαματά και ζήλεψε που δεν ήταν μαζί μας.

Τζάκι, ψητό στα κάρβουνα, σπιτικό κρασί και το γλέντι που ακολούθησε μετά, δεν περιγράφεται!

Στο τραγούδι, μέχρι τελικής πτώσης, η γνωστή «ακαλάντιαστη» και όλοι οι υπόλοιποι βεβαίως, με την αδερφή μου να παριστάνει ανεβασμένη πάνω σε μια καρέκλα τον μαέστρο.

«Αυτές είναι γιορτές, όχι μπούρλες» έλεγε ο πατέρας μου και γέλαγαν-στην κυριολεξία- τα μουστάκια του. Και δώσε παραγγελιές ο Μανωλάκης και δωσ’ του να τραγουδάει η κόρη. Και να πειράζουμε τη γιαγιά πως «το τσούζει» και αυτή να ξεσπαθώνει λέγοντας πως «το κόκκινο κρασί βάζει δύναμη στα κόκαλα» και ν’ αφήσουμε τις μπούρδες.

Καμιά φορά χαζεύω τις φωτογραφίες γελώντας μόνη μου. Λες και πέρασε αιώνας από τότε.

Ύστερα πέρασε ο καιρός, ήρθε το «φευγιό» της γιαγιάς, του Φάνη και μετά η δική μου αναχώρηση στη Θεσσαλονίκη. Τέτοιες γιορτές δεν ξανακάναμε από τότε. Πάντα κάτι μας λείπει όσο καλά και να περνάμε. Λείπουν αγαπημένα πρόσωπα που συμμετέχουν νοερά από το στατικό πλάνο μιας φωτογραφίας πάνω στο τζάκι, εποπτεύοντας το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας ή ξεπηδούν από τις ομοιότητες των προσώπων των απογόνων. Μια αδιόρατη γκριμάτσα, ένα βλέμμα, μια ατάκα κι αμέσως ψάχνεις το πρόσωπο που λείπει, υψώνοντας το ποτήρι σου βουβά και χαμογελώντας στην φωτογραφία.

Επιστροφή στο σήμερα….

Καμία διάθεση να γράψω για το σήμερα πραγματικά. Ίσως γιατί οι υποχρεώσεις μου με κάνουν να το νιώθω πολύ έντονα, ίσως γιατί η νοσταλγία θέλω να κρατήσει λίγο ακόμα και ν’ αφεθώ στις αναμνήσεις…ίσως γιατί ό,τι ζω τώρα είναι πολύ πρόσφατο και με πολλές «γωνίες», χωρίς την άχνη ζάχαρη και την στρογγυλάδα του κουραμπιέ, που εξακολουθώ να μην συμπαθώ, αλλά μ’ αρέσει που είναι τυλιγμένος στη λευκή, γλυκιά του αθωότητα προσπαθώντας να με πείσει πως τρώγεται ευχάριστα.

Πολλά μπορεί να μου αναστέλλουν τη διάθεση για την επιστροφή στη διήγηση του σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει και το τραγούδι, «θ’ ανατέλλω» και θα επιστρέφω απ’ το χθες στο σήμερα, μέχρι κι αυτό να μεταμορφωθεί σε χθες, απ’ το καινούργιο αύριο που ανυπομονεί να χαράξει.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 2010 στο μπλογκ της εκπομπής «Θηρία Ενήμερα» προπαραμονή Χριστουγέννων. Μόνη στο σπίτι, παρέα με το Στιφάδο-ένα αδέσποτο γατάκι που βρέθηκε στο δρόμο μου ένα βράδυ και τελικά μείναμε μαζί.

Από τότε έχει περάσει ένας οδοστρωτήρας γεγονότων που άλλαξε δραστικά τη ζωή των περισσότερων από μας.

Κάθε φορά που διαβάζω το κείμενο, νιώθω την ίδια νοσταλγία, έτσι όπως την περιγράφει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου στο τραγούδι του «Αγία Νοσταλγία»:

«Αγία νοσταλγία της μνήμης αδερφή

είσαι αγκάθι, βάλσαμο, τραγούδι και στριγκλιά μαζί»

Δείτε επίσης