«…Και άμα πεθάνω εγώ και ο παππούς της Κατής όλο το σπίτι…»- Ένας Λαρισαίος ανακαλύπτει στη νομαρχία ένα προικοσύμφωνο του 1671 από τη Σύρο

απο Cyclades Open

Λίγες ημέρες πριν ανατείλει το 2023 και μέσα από αναρτήσεις φίλων και γνωστών στο facebook μια ανάρτηση μας γυρίζει πίσω στο 1671 όπου ένας πατέρας προικίζει την κόρη του στη Σύρο. Ένα προικοσύμφωνο λοιπόν, άγνωστη λέξη πιθανόν στους πολύ νεότερους σήμερα.

Αλήθεια τι μπορεί να περιλαμβάνει ένα τέτοιο έγγραφο εκείνα τα χρόνια και ποια ήθη της εποχής ξεδιπλώνονται διαβάζοντας το; Ποιά ήταν η οικονομική κατάσταση των γονέων της νύφης και γιατί αλήθεια έπρεπε ένα κορίτσι να συνοδεύεται από προίκα που να ικανοποιεί τον γαμπρό και να γίνεται δική του, όχι της νύφης;

Από τότε πέρασαν 350 χρόνια…Το κείμενο που ακολουθεί όπως αναφέρεται “βρέθηκε καταχωνιασμένο στα αρχεία της Νομαρχίας Κυκλάδων”, δεν αναφέρεται πότε ανακαλύφθηκε, ωστόσο μέσα απ’ το κείμενο αντλούμε πολλές πληροφορίες για την εποχή, τα είδη του σπιτιού, τη χρήση τους και την αξία τους και αντιλαμβανόμαστε εύκολα πως η αντικατάστασή τους δεν ήταν εύκολη καθώς ούτε χρήματα υπήρχαν, ούτε και μαζική παραγωγή προκειμένου τα φθαρμένα ρούχα, στρώματα, υποδήματα κλπ να αντικαθίστανται εύκολα.

Εδώ λοιπόν το προικοσύμφωνο που συντάχθηκε στην Σύρο το 1671…

Από τον Λαρισαίο φίλο μας Κ.Γ. λάβαμε ένα προικοσύμφωνο του 1671, καταχωνιασμένο στα αρχεία της Νομαρχίας Κυκλάδων. Η αγωνία του πατέρα της νύφης, ο οποίος μιλά και στο όνομα της μακαρίτισσας γυναίκας του, να ικανοποιήσει τον γαμπρό και έμμεσα την κόρη του, είναι συγκινητική.

«Εν έτι 1671 μηνί Ιανουαρίω ημέρα δεκάτη εν Σύρω.

Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της Κοκκίνης προστάτιδος της νήσου Σύρου Προικοσύμφωνον της πρώτης μας κόρης και της θυγατρός του Κωστάκη και της Σμαράγδας και της μακαρίτισσας της γυναικός μου Πιπινίτσας ήτις θα πάρη νόμιμον σύζυγον τον Ντεμογιαννάκη του Κωνσταντάκη της Πιπινίτσας Πηνελόπης Βαρβαρίτσας.

Και εγώ και η μακαρίτισσα η γυναίκα μου Πιπινίτσα δίδομεν την συγκατάθεσίν μας εις το να πάρη η κόρη μας Κατή, νόμιμον σύζυγον και να τον έχη να τον νέμεται μέρα νύκτα, τον Ντεμογιαννάκη Μανωλάκην του Κωνσταντάκη και της Πιπινίτσας Πηνελόπης Βαρβαρίτσας.

Εν πρώτοις δίδομεν από τα φύλλα της καρδιάς μας την ευχήν να τρισευτυχήσουν και να πολυχρονίσουν.

Δεύτερον δε τέσσαρα εικονίσματα το πρώτον εις ξύλον δυνατόν και χονδρόν δύο δάκτυλα και τα άλλα εις αχιβάδα.

Τρία υποκάμισα τα δύο μικρά και το ένα μεγάλο, δύο μικρά αποκατινά (εσώβρακα) παστρικά, ατρύπητα και ολόγερα.

Δύο μισοφόρια ολόγερα και μπουγαδιασμένα.

Ενάμισυ ζευγάρι κάλτσες εως ότου να γίνη ο γάμος έχη καιρόν να πλέξη και την άλλη για να γίνουν δύο ζευγάρια.

Ενα φουστάνι από τσίτι ριγωτό, άλλο ένα από σακονέτα της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου.

Ενα μανδύλι του λαγιού και δύο μανδοσαλάμια.

Μια φασκιά για τα καλορίζικα.

Δύο ζεύγη παπούτσια το ένα μπαλωμένο.

Σαράντα πήχες βρακοζώνα και μετά τον θάνατο του παπού μας άλλη τόση.

Του γαμβρού μια σκούφια να την φορή βραδιά παρά βραδιά δια να μη του τρυπήση γρήγορα.

Δύο τσουκάλια κάστρινα της καραίτισσας της γιαγιάς μου.

Δύο φλιτζάνια του καφέ χωματίνια.

Το αμελέτητο με δύο χέρια νεροπαστρικό και άπιαστο.

Τρεις βελόνες της κάλτσας.

Ένα ζάρφι χωματένιο.

Ενα στρώμα μπαλωμένο της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου από φύλλα καλαμόφυλλα.

Ενα λύχνο χωματένιο και άλλον έναν από ντενεκέ.

Ενα κλειδί.

Μια ψυράγγα (χωράφι) ίθα με μιά παλέστρα του γαϊδάρου.

Τρία ρεάλια, πέντε παράδες και επτά άσπρα.

Κοντά με όλα αυτά που τους κάμαμεν τους νοικοκυραίους της Σύρου την μίαν κάμαραν του σπιτικού που καθούμαστε και άμα πεθάνω εγώ και ο παππούς της Κατής όλο το σπίτι.

Ακόμη δε και αυτά 2 κόττες ένα πετεινό, είκοσι αυγά, ένα κόσκινο, μία μπιρμπιτσέλια σπητίσια μακαρόνια, και αν προφθάσουμεν θα κάνουμε άλλα τόσα.

Δέκα οκάδες ελιές και πέντε οκάδες χαμάδα, 2 βάζα κάπαρι, δύο ντουζίνες χήνους, σαράντα κοπόνια κρομμύδια όλα αυτά να τα κάμουν θάλασσα να τρών και να πίνουν όλο το οκταήμερο γαμβρός και νύμφη και όλο το συμπεθεριό και οι ποιό κοντά γειτόνοι.

Εις τον γαμβρόν, την Κατή με τα ούλα της.

Ο πενθερός

Κωνσταντάκης της Σμαράγδας

Εν Σύρω τη 10 Ιανουαρίου 1671»

Και μια σημείωση στο τέλος: Αγαπητέ φίλε, σε ευχαριστούμε θερμά. Όσον αφορά το… αμελέτητο που διαβάσατε στο κείμενο, προς αποφυγή παρανοήσεων, εξηγούμε ότι αναφέρεται στο τσουκάλι ή δοχείο νυχτερινής ανακούφισης!

Δείτε επίσης