Ο Μάκης σήμερα ήρθε στο σχολείο. Κανονικά. Στην ώρα του. Κι όπως πάντα, μισο-νυσταγμένος. Ε, καλά, όλα τα παιδιά έτσι είναι. Με το ζόρι υπομένουν την προσευχή. Ο Μάκης δεν είναι αλλιώτικος από τα άλλα παιδιά. Μα, τον τελευταίο καιρό, η φίλη του η Θωμαΐς, που την φωνάζουν χαϊδευτικά «Τίτη», λες κι είναι γατάκι, τον βλέπει λίγο περισσότερο … «κάπως». Δεν μπορεί βεβαίως να εξηγήσει πώς είναι αυτό το «κάπως», αλλά μια φορά ο Μάκης δεν είναι όπως ήταν. Αλλά, αφού κι η ίδια η Θωμαΐς-Τίτη είναι μαχμουρλού τα πρωινά, στην αρχή δεν έδωσε και πολύ σημασία.
Μα, σήμερα, πήγε να βάλει τα γέλια και μόνο η καλή της ανατροφή κι η αγάπη της για το φιλαράκι της, την εμπόδισαν να ξεκαρδιστεί. Γιατί; Επειδή ο Μάκης φορούσε μια κάλτσα κόκκινη και μία μπλε! Όχι, όχι και τις δύο μαζί στο ίδιο πόδι, την κόκκινη στο αριστερό και την μπλε στο δεξί. Κι όπως έχει ψηλώσει και το παντελόνι του μοιάζει σα να το έχει πατήσει τρένο, οι κάλτσες φαίνονταν καλά – καλά. Εκείνος όμως δεν έδινε σημασία, και αξιοπρεπέστατα ανέβηκε τις σκάλες για την τάξη τους. Ε, κι η Τίτη σκέφτηκε πως θα του το έλεγε διακριτικά στο διάλειμμα, αλλά μέχρι τότε, μπορούσε να γελάσει όσο ήθελε – από μέσα της φυσικά.
Έλα όμως που ο Μάκης ως φαίνεται, δεν εννοούσε να ξυπνήσει σήμερα! Στην πρώτη ώρα των μαθηματικών, άλλαξε τα φώτα σε εκείνη την έρημη την προπαίδεια, κι έλεγε τόσο λάθος απαντήσεις, που η δασκάλα τον κοιτούσε με απορία κι η Τίτη νόμιζε πως έκανε πλάκα! Όταν όμως έγραψε με τα ωραία στρογγυλά του γράμματα στον πίνακα 10Χ10=1.000, κι όλη η τάξη γέλασε, η Τίτη απόρησε κι εκείνη. Θα μου πείτε τώρα, για ένα μηδενικό παραπάνω θα κάνουμε τόση φασαρία; Εμ, θα κάνουμε! Ο Μάκης ήταν γερός στα μαθηματικά και δεν έκανε τέτοια λάθη.
Κι εκείνος; Τι έκανε εκείνος; Μα, πήρε το σφουγγάρι, κοίταξε για λίγο εκείνο το παραπάνω μηδενικό, γέλασε κι αυτός και το διόρθωσε.
Μα της Τίτης της σφηνώθηκε στο μυαλό πως κάτι συνέβαινε με τον φίλο της. Προχθές είχε φάει το γλυκό του πριν από το φαγητό. Τότε η Τίτη είχε υποθέσει πως απλά αυτό ήθελε να κάνει, άσχετα αν ήταν σωστό ή λάθος. Μια άλλη μέρα, ήρθε ωραιότατα με το μπουφάν του φορεμένο το μέσα – έξω, και τη φόδρα να γυαλίζει στον ήλιο. Σιγά το πράγμα, είχε σκεφτεί τότε η Τίτη, έτσι μαύρο που είναι το μπουφάν του μπορεί να μπερδευτεί ο οποιοσδήποτε. Το πώς είχε καταφέρει να το κουμπώσει βέβαια, παρέμενε μυστήριο.
Γενικά, της φαινόταν λίγο αφηρημένος ο φίλος της τελευταία – να δεις πότε ήταν που της τηλεφώνησε για να την ρωτήσει εάν είχαν εργασίες στη γλώσσα, αυτός που πάντα σημειώνει όσα τους λέει η δασκάλα τους; Α, ναι, προχθές. Και μετά είχε ξεχάσει να τις κάνει τις εργασίες κι η Τίτη το βρήκε πολύ αστείο την επόμενη μέρα.
Ε, δεν γινόταν, θα του μιλούσε. Ξεκίνησε φυσικά από τις κάλτσες. Που ο Μάκης κοίταξε αρκετή ώρα με απορία, σα να μην τις είχε ξαναδεί. Μετά, έβαλε κάτι γέλια τρανταχτά. Ευτυχώς. Γιατί η Τίτη δεν ήθελε να παρεξηγηθούν!
«Έλα τώρα, πες μου πώς το έπαθες αυτό!»
«Δε χρειάστηκε να προσπαθήσω και πολύ! Βλέπεις, τον τελευταίο καιρό βαριέμαι να φτιάξω την τσάντα μου και τα ρούχα που θα φορέσω από το προηγούμενο βράδυ. Κι έτσι το πρωί τρέχω σαν τρελός. Πήρα δυο κάλτσες και τις έβαλα για να ζεσταθούν τα πόδια μου… δεν φόραγα και τα γυαλιά μου….».
«Αλλά το μηδενικό στον πίνακα το έγραψες φορώντας τα γυαλιά σου κανονικότατα!» του αντιγύρισε η Τίτη.
«Ήμουν λίγο απρόσεκτος θα λέγαμε…» είπε ο Μάκης, χωρίς να χάσει την ευθυμία του, τα μαύρα του μάτια όμως ήταν κουρασμένα.
«Έλα, τώρα» τον καλόπιασε η Τίτη, «σε ξέρω εσένα πολύ καλά…. απρόσεκτος δεν είσαι ποτέ την ώρα του μαθήματος. Οπότε, για πες μου … πού έτρεχε το μυαλό σου;»
«Κι άμα σου πω ότι έτρεχε στο μαξιλάρι μου, θα με πιστέψεις;» Ο Μάκης έλεγε αστεία μα δε γελούσε τώρα. Ήταν σοβαρός. Πολύ σοβαρός. Η Τίτη μυρίστηκε μυστικό και φόρεσε το επίσημο ύφος της. Αυτό που πηγαίνει με το κανονικό της όνομα, το Θωμαΐς. Και έδωσε χρόνο στο φίλο της που έψαχνε ως φαίνεται να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Και τελικά της είπε:
«Ναι, ονειρεύομαι ξύπνιος ότι κοιμάμαι… πολύ, όσο θέλω, χωρίς τίποτε να διακόψει τον ύπνο μου, τουλάχιστον δώδεκα ώρες σερί, με κλειστά πατζούρια και να μην ακούω ούτε καν τα πουλάκια σαν ξημερώνει».
«Έγινες και ποιητής βλέπω! Κι όλα αυτά για ένα μαξιλάρι; Με κοροϊδεύεις;» Η Θωμαΐς ξανάγινε Τίτη. Σούφρωσε τα χείλια και στράβωσε τη μύτη της.
«Ναι, ακριβώς! Για το αγαπημένο μου μαξιλάρι. Για το πάπλωμά μου. Για το κρεβατάκι μου. Και ποιητής θα γίνω».
Η Τίτη νευρίασε, νομίζοντας ότι την κοροϊδεύει, και τον παράτησε σύξυλο. Στο κάτω – κάτω, αυτός φοράει σήμερα μια κάλτσα κόκκινη και μία μπλε. Άντε να δούμε αν θα κοροϊδέψει κανέναν άλλον που θα του το πει. «Εμένα τι με νοιάζει σαν κάνει λάθος σ’ όλα τα μαθηματικά;» είπε μέσα της.
Σαν ήρθε η ώρα της μουσικής όμως, έπαψε να είναι χολωμένη μαζί του και της ήρθε μια στεναχώρια μη μπας κι είναι άρρωστος ο Μάκης, και τον τριγυρίζει καμιά ίωση και δεν το παραδέχεται. Να κάτσει σπίτι του, να πιει τα ζεστά του, να αναρρώσει. Πώς της ήρθε αυτό;
Ήταν η ώρα που ο δάσκαλος της μουσικής ξεκίνησε την πρόβα για ένα τραγούδι που έπρεπε να μάθουν και να πουν στην επόμενη σχολική εορτή. Η μελωδία, αργά και τρυφερά, μαζί με τις παιδικές φωνούλες, έστειλαν τον Μάκη ν’ ακουμπήσει το κεφάλι στο χέρι του και να κλείσει τα μάτια. Αν δεν τον κλωτσούσε η Τίτη στο καλάμι, θα είχε σίγουρα αποκοιμηθεί! «Μάκη, θα γίνεις ρεζίλι!» του ψιθύρισε και δεν τον έχασε από τα μάτια της σε όλο το υπόλοιπο μάθημα για να μην την ξανα-πάθει.
Κι έτσι ο Μάκης, αφού τον έσωσε από βέβαιο ύπνο στην ώρα της μουσικής, αναγκάστηκε να της αποκαλύψει τα μεγάλα του προβλήματα. Για τα οποία προβλήματα φυσικά, έφταιγε μόνο το ξερό του το κεφάλι.
«Είπα βλέπεις», έλεγε με στόμφο στην Τίτη για να την εντυπωσιάσει, «είπα της μαμάς πως είμαι πια μεγάλος και ώριμος. Και σαν ώριμος που είμαι, δεν χρειάζεται να επιβλέπει όσα κάνω, να με βοηθά στα μαθήματα, να μου σερβίρει το φαγητό, να μου ετοιμάζει τα ρούχα. Δεν είμαι μωρό για να με νταντεύει. Θα τα κάνω όλα μόνος μου!»
«Και πολύ σωστά έκανες! Το να κάνεις τα μαθήματα μόνος σου κι όσα άλλα σε αφορούν, είναι μια πολύ μεγάλη ανεξαρτησία, δε συμφωνείς;» Η Τίτη ήταν ενθουσιασμένη αλλά δεν είχε καταλάβει τι πήγαινε στραβά. Γιατί σίγουρα κάτι πήγαινε στραβά, διαφορετικά ο Μάκης δεν θα είχε αυτά τα χάλια.
«Σωστά έκανα. Μα δεν τα είχα ζυγίσει όλα. Και τώρα, τρεις εβδομάδες μετά την ανεξαρτησία μου – όπως την είπες – , τα έχω βρει μπαστούνια σε κάποια πράγματα».
«Δηλαδή;»
«Η μαμά μου χάρηκε με τις απόψεις μου, μου είπε ένα μεγάλο “μπράβο”, με φίλησε και μου ευχήθηκε … “καλή επιτυχία”. Πού να ήξερα ότι από τη μια στιγμή στην άλλη θ’ άλλαζε η ζωή μου εντελώς!» Ο Μάκης είχε χάσει πολύ από το θάρρος του τώρα.
«Είδες; Σε όλες τις μαμάδες αρέσει να μας κανακεύουν αλλά όταν δουν ότι μεγαλώσαμε χαίρονται στ’ αλήθεια πολύ. Οπότε …. συγνώμη δηλαδή … ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε τελικώς η Θωμαΐς, εντελώς σοβαρή κι αυτή, σαν το όνομά της.
«Μα, δεν είναι ένα το πρόβλημα, δεν καταλαβαίνεις; Είναι πολλά, κι ολοένα ξεφυτρώνει και κάποιο καινούριο!» Ο Μάκης έκανε τη φωνή του τσιριχτή και άρχισε και τις θεατρικές χειρονομίες, λες και βρισκόταν στην σκηνή, πρωταγωνιστής σε ένα έργο της πιο τρελής φαντασίας. Η Τίτη τον κοίταξε λοξά και περίμενε να του περάσει η … τρέλα του.
Πράγματι, αφού ξεκούμπωσε το μπουφάν κι ανακάτεψε τα μαλλιά του, καθάρισε τα γυαλιά του και τα ξαναφόρεσε, ο Μάκης άρχισε το κατεβατό των παθημάτων του.
«Με τη μελέτη θέμα δεν έχω. Δεν χρειάστηκα και πολύ βοήθεια, αφού άλλωστε πάντα είχα συνηθίσει να διαβάζω μόνος μου. Τώρα, θα μου πεις, σε ποιον θα λέω την ιστορία να δει αν την ξέρω. Το έλυσα κι αυτό, πάω και τη λέω στον καθρέφτη. Μια χαρά. Αλλά, το να είσαι ώριμος και να τα κάνεις όλα μόνος σου, έχει πολύ κούραση Τίτη μου, κι ένα σωρό πράγματα που ούτε καν φανταζόμουν ότι τα έκανε η μαμά μέχρι τώρα για μένα!»
«Αλήθεια; Ποια δηλαδή;»
«Πρώτο και καλύτερο το ξυπνητήρι. Η μαμά ερχόταν, με σκουντούσε απαλά, μου έδινε ένα φιλί και μου έλεγε ότι το γάλα μου είναι έτοιμο. Μετά από λίγο ξανα-ερχόταν και μου έλεγε πως το γάλα μου θα κρυώσει. Με τα πολλά, σηκωνόμουν. Τώρα, πρέπει ΠΡΙΝ κοιμηθώ να βάλω το ξυπνητήρι μόνος μου. Μικρό το κακό, θα μου πεις. Ναι, αλλά την επόμενη μέρα το ξυπνητήρι χτυπάει μια φορά. Μια φορά μόνο. Το κλείνω. Ξανακοιμάμαι. Και ξαφνικά η μαμά φωνάζει : “έλα αγόρι μου, φεύγουμε”. Κλείνω τα μάτια μου για ένα λεπτό και περνάει μισή ώρα χωρίς να το καταλάβω! Φεύγουμε! Πώς; Δεν έχω πλυθεί, δεν έχω ντυθεί, για πρωινό ούτε λόγος!»
«Έλα καημένε, χαράς το δύσκολο! Βάλε το ξυπνητήρι σου δέκα λεπτά νωρίτερα, για να τα προλαβαίνεις όλα. Σε λίγο καιρό θα συνηθίσεις» Η Τίτη δεν πίστευε ότι θα συνήθιζε φυσικά αλλά δεν θα του το έλεγε. Όχι τώρα τουλάχιστον. «Γι’ αυτό φοράς ό,τι βρεθεί μπροστά σου;» τον ρώτησε. Έτσι εξηγούνται ίσως οι κάλτσες με διαφορετικό χρώμα.
«Κι όχι μόνο. Βλέπεις, η μαμά ετοίμαζε από το προηγούμενο βράδυ τα ρούχα μου. Έβλεπε τον καιρό στις ειδήσεις, και ανάλογα μου έδινε τι θα φορέσω. Εγώ όμως διόλου δεν καταλαβαίνω τον καιρό, ούτε με την θερμοκρασία τα πάω καλά, κι έτσι, άλλες φορές που κάνει κρύο εγώ είμαι με το ελαφρύ μου πουκαμισάκι να μπάζει αέρα και να παγώνω, κι έτυχε προχτές με τη ζέστη να φορέσω μάλλινο και να ξύνομαι όλη μέρα!»
Στην Τίτη ερχόταν να βάλει τα γέλια μα δεν τολμούσε. Ο Μάκης είχε πάρει φόρα.
«Η μαμά έλεγε “Μάκη, ετοιμάσου για ύπνο, φόρεσε πυτζάμες και πλύνε τα δόντια σου”. Τώρα πρέπει μόνος μου να το σκεφτώ αυτό, αλλά επειδή ξεχνώ να πλύνω τα δόντια μου από τη βιασύνη να βρεθώ στο κρεβάτι, όταν το θυμάμαι, σηκώνομαι και τα πλένω μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα! Άσε που το γάλα για να ζεσταθεί θέλει το χρόνο του. Δεν με περιμένει πια έτοιμο στο τραπέζι της κουζίνας. Τη μια φορά τσουρουφλίστηκε η γλώσσα μου και την άλλη το ήπια κρύο. Τι να κάνω ο φουκαράς;» Ο Μάκης είχε το πιο μελοδραματικό ύφος του κόσμου. «Ύστερα είναι και η μπουγάδα»
«Έλα ρε Μάκη, ώρες είναι να μας πεις ότι απλώνεις και τα ρούχα τώρα!»
«Όχι, ακόμη δεν φτάσαμε εκεί. Αλλά η μαμά μου δήλωσε πως τα άπλυτά μου πρέπει να τα ξεχωρίζω εγώ. Από εδώ τα λευκά, στη μέση τα χρωματιστά, και στην άλλη άκρη τα σκούρα. Αλλά μπερδεύτηκα, και μια μπλούζα που είναι μπλε, αλλά όχι τόσο σκούρο μπλε, δεν ήξερα πού να την βάλω, νόμιζα δηλαδή πως δεν πάει με τα μαύρα και τα γκρι και … την άφησα στην τύχη της … αλλά στη λάθος ντάνα ….»
«Και τι έγινε;»
«Πλύθηκε μαζί με τις φανέλες μου. Οι φανέλες μου ήταν άσπρες. Τώρα έχουν γίνει θαλασσί. Πολλά θαλασσιά χρώματα η κάθε μία….»
Η Τίτη δεν κρατήθηκε. Ξέσπασε σε γέλια. Τρελά, τρανταχτά γέλια. Όσο κι αν λυπόταν το Μάκη, δεν μπορούσε να σταματήσει. Σε λίγο “κόλλησε” κι εκείνος, στην αρχή δειλά, παραπονιάρικα, μετά το ίδιο τρανταχτά. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Τα άλλα παιδιά τους έβλεπαν με απορία. Και αυτοί οι δύο να γελάνε περισσότερο.
Κάποια στιγμή η Τίτη βρήκε την ανάσα της. Πήρε το ύφος Θωμαΐς κι άφησε αυτό της Τίτης. Τα δακρυσμένα μάτια της κοίταξαν το Μάκη, που παρ’ όλα όσα περνούσε, προσπαθούσε φιλότιμα να τα βγάλει πέρα. «Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις από τη μια μέρα στην άλλη», είπε μέσα της. «Ούτε να χάνεις τις συνήθειές σου».
«Ξέρεις κάτι Μάκη;»
«Ναι, ξέρω, βόλευε περισσότερο να με φροντίζει η μαμά μου»
«Όχι, αυτό δεν ξαναγίνεται μου φαίνεται. Πάει. Μεγαλώσαμε. Θα μεγαλώσουμε κι άλλο. Πολλά κάνουμε ήδη και περισσότερα ακόμη μας περιμένουν. Αλλά, μήπως κι εσύ το έκανες λιγάκι απότομα;»
«Γιατί, γίνεται αυτό σε δόσεις;» Ο Μάκης δεν κατάλαβε με τη μία τι του έλεγε η φίλη του.
«Κάπως έτσι. Ή, τέλος πάντων, με τη βοήθεια της μαμάς σου».
«Τι λες κι εσύ παιδάκι μου! Έπρεπε να την έβλεπες! Μόλις της είπα ότι θα φροντίζω μόνος μου τον εαυτό μου, μόνο πάρτι που δεν έκανε! Σα να της έφυγε ένα βάρος!»
«Φυσικό δεν είναι; Θέλω να πω, οι γονείς μας κάνουν πραγματικά πάρα πολλά πράγματα σε μία μέρα, δε νομίζεις πως είναι ανακούφιση να ξέρεις πως το παιδί σου θα φτιάξει μόνο του το πρωινό του, θα ζεστάνει το μεσημεριανό του, τα πλύνει τα δοντάκια του χωρίς να πρέπει να του το επαναλάβεις εκατό φορές;»
«Ναι, αλλά είναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Και παίρνει χρόνο κι είναι φορές που τίποτε δεν γίνεται σωστά»
«Δύσκολο ναι, ακατόρθωτο όχι. Γιατί δεν κάθεσαι να μιλήσεις με τη μαμά σου, να της ζητήσεις τις συμβουλές της, να δεις πώς κάνει εκείνη κάποια πράγματα ΚΑΙ ΜΕΤΑ να τα’ αναλάβεις εσύ; Έτσι θα είναι μου φαίνεται ευκολότερο».
Ο Μάκης έξυσε την κεφαλή του. Ήταν μια λύση αυτή. Είχε κι αυτός σκεφτεί άλλη μία. «Μήπως πρέπει να περιμένω κανα-δυο χρόνια μέχρι να ωριμάσω εντελώς; Δεν σου κρύβω πως το να φτιάχνω το πρωινό μου νυσταγμένος δε μου άρεσε ….»
Τα δυο παιδιά σκέφτηκαν για λίγο. «Μπα», είπε η Θωμαΐς, «δεν είναι λύση αυτό. Τώρα που το είπες πρέπει και να το κάνεις». Μα δεν φαινόταν να τον έπεισε. Και σκεφτόταν μετά πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεγαλώνει κανείς και να πρέπει μια μέρα να κάνει όσα ο μπαμπάς κι η μαμά, κι ανατρίχιασε. Ίσως θα έπρεπε να μείνουν λίγο ακόμη παιδιά. Να μην βιάζονται. Να αφήσουν τα πράγματα να έρθουν σιγά – σιγά. Κι αυτή βιαζόταν να μεγαλώσει. Να φορέσει τακούνια, να βάλει κραγιόν, να μην κουβαλά την βαριά, μαθητική της τσάντα, ν’ απαλλαγεί από την αλογοουρά της. Μ’ αυτό θα σήμαινε κι ένα σωρό άλλες ευθύνες, σωστά; Δεν της φαινόταν και πολύ έτοιμος ο εαυτός της για τόσο μεγάλες αλλαγές. Κι ύστερα, εκείνη ήθελε ακόμη την πρωινή αγκαλιά της μαμάς της, κι ας μην το παραδεχόταν…..
Την άλλη μέρα ο Μάκης είχε άψογη χωρίστρα, φαινόταν φρέσκος και κεφάτος. Και με τις σωστές κάλτσες. Η Τίτη σήκωσε το ένα φρύδι της ερωτηματικά. Ο Μάκης της έκλεισε το μάτι και της είπε:
«Της μίλησα. Παίρνω μαθήματα ωριμότητας. Μου δείχνει αυτά που πριν δεν έβλεπα. Οργανώνομαι. Κανονίζω τον χρόνο μου και τον διαχειρίζομαι. Δεν είναι δύσκολο τελικά αν κάποιος σου δείξει τα βασικά. Θες να σου τα πω;»
Η Θωμαΐς δεν ήξερε αν ήθελε ή όχι, μα θα τον άκουγε προσεκτικά. Όταν θα αποφάσιζε εκείνη να μεγαλώσει οριστικά, δεν ήθελε να βρεθεί στην θέση του!