Στη ζωή μας πολλές φορές έχουμε εμπνευστεί από την στάση ζωής άλλων ανθρώπων. Μπορεί ο άνθρωπος που μας ενέπνευσε και μας κράτησε όρθιους σε μια δύσκολη στιγμή μόνο με το παράδειγμά του, να μην τον γνωρίσαμε ποτέ, να έζησε πολλές δεκαετίες πριν από εμάς, μπορεί να μην ήταν καν απ’ τη χώρα ή την ήπειρο που ζούμε.
Κι όμως…η ιστορία του και η στάση που κράτησε απέναντι στις κρίσιμες στιγμές της ζωής και της Ιστορίας για μας να ήταν ο λόγος που συνεχίσαμε να προσπαθούμε εκεί που θα είχαμε παραιτηθεί.
Το short stories.gr δημοσιεύει μια τέτοια ιστορία όπου ο ήρωάς της, ένας Πολωνοεβραίος που σύχναζε σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο στη Γερμανία θαύμαζε τον Μανώλη Γλέζο που θεωρούσε ότι του έσωσε τη ζωή.
Η ιστορία είναι του εκπαιδευτικού Αλέκου Μόσχου και το ταξίδι μας γυρίζει πίσω στον χρόνο, 30 χρόνια πριν για την ακρίβεια, στο Lutherstadt Eisleben της Γερμανίας.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του Αλέκου Μόσχου όπως καταγράφεται στο short stories.gr:
Πριν από τριάντα χρόνια, λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1994, βρισκόμουν στη Γερμανία. Δούλευα σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Lutherstadt Eisleben, μια πόλη με λιγότερους από 30.000 κατοίκους τότε, στην πρώην Ανατολική Γερμανία, κοντά στη Λειψία. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Λούθηρος, εξ ου και το όνομά της.
Δουλειά μου ήταν να ετοιμάζω τα ποτά και να βοηθώ στο σερβίρισμα. Ευγενικοί άνθρωποι οι πελάτες του μαγαζιού. Καλά ήταν. Ίσως η μοναδική δύσκολη στιγμή ήταν όταν μας «επισκέφτηκε» ο νεοναζί της περιοχής για να μας πει πως ο προορισμός μας, ως κατώτερης φυλής, είναι να τους υπηρετούμε. Αλλά σε αυτόν δείξαμε από νωρίς την πόρτα και ξεμπερδέψαμε.
Τις Κυριακές τα βράδια είχαμε ελάχιστους πελάτες. Η επόμενη ημέρα ήταν εργάσιμη και οι Γερμανοί κλείνονταν νωρίς στο σπίτι. Από τις εννιά το μαγαζί ερήμωνε. Κάποια Κυριακή, κόντευε εννιά, μπαίνει στο μαγαζί ένας ηλικιωμένος κύριος. Περπατάει στους διαδρόμους και ψάχνει πού θα καθίσει σε ένα άδειο εστιατόριο. Επιλέγει ένα απομονωμένο τραπέζι.
«Πες του να έρθει να καθίσει εδώ μπροστά» λέω στον σερβιτόρο που ετοιμάζεται να του πάει το μενού. «Καλύτερο τραπέζι, μην είναι και μόνος του ο άνθρωπος».
Ο σερβιτόρος επιστρέφοντας μου λέει πως του αρνήθηκε ευγενικά να μετακινηθεί και δίνει την παραγγελία: «Ein Bitefki, ein Bier, ein Ouzo». Από το παραθυράκι της κουζίνας ακούγεται ο βοηθός: «Τι είναι το bitefki;». «Μπιφτέκι ρε. Τόσο καιρό στη Γερμανία και ακόμη να μάθεις γερμανικά;».
Η παραγγελία πηγαίνει, ο άνθρωπός μας, ο παππούς όπως θα τον λέμε στη συνέχεια, τρώει, πίνει και φωνάζει τον σερβιτόρο. Δίνει δεύτερη παραγγελία: «Ein Bitefki, ein Bier, ein Ouzo». Παραγγέλνει άλλες τρεις τέσσερις φορές μόνο «ein Bier, ein Ouzo».
Την επόμενη φορά λέω στον σερβιτόρο: «Εξήγησε στον άνθρωπο πως δεν πίνουμε μαζί μπίρα με ούζο. Θα πάθει τίποτε». Η παραγγελία έγινε τώρα «zwei Bier, zwei Ouzo». «Τι δύο ρε; Για καλό σε στείλαμε;» σχολιάζω. «Μη φοβάσαι» μου λέει. «Τι να του κάνει του παππού; Βάλε τρία ούζα και τρεις μπίρες και έλα να του κάνουμε παρέα».
Έτσι κι έγινε. Ο παππούς μας είπε πως ήταν Πολωνοεβραίος, είχε συλληφθεί από τους ναζί και είχε κλειστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κάποια στιγμή έμαθε πως στην Ελλάδα κάποιος κατέβασε τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Αυτό το νέο του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, του είχε ανυψώσει το ηθικό και θεωρούσε πως ήταν η αιτία που άντεξε.
Έλεγε στον εαυτό του: «Αν οι Έλληνες μπόρεσαν να κατεβάσουν τη σημαία των ναζί κάτω από τη μύτη τους, θα μπορέσω κι εγώ να αντέξω». Χρόνια αργότερα έμαθε τα όνομα του ήρωα που κατέβασε τη σημαία: «Μάνωλος Γλέζος». Μας ρώτησε αν ζει και τι κάνει. Η χαρά του ξεχείλισε όταν του είπαμε πως ο Γλέζος ζει, είναι καλά και συνεχίζει να είναι μπροστάρης στους αγώνες.
Ο παππούς έκανε συνήθεια να έρχεται στο εστιατόριο κάθε Κυριακή στις εννιά. Άνοιγε την πόρτα, κοιτούσε μέσα κι αν δεν έβλεπε κόσμο, σχημάτιζε με τα δάχτυλά του το σήμα της νίκης και βροντοφώναζε: «Μάνωλοοος Γλέζοοος».
Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, παράγγελνε μπιφτέκια, μπίρες και ούζα και μουρμούριζε το Weisse Rosen aus Athen (Λευκά ρόδα της Αθήνας) του Χατζιδάκι με τη Μούσχουρη, διασκευή στα γερμανικά του Σαν σφυρίξεις τρεις φορές. Μιλούσε για την Αθήνα και την Ακρόπολη που δεν τις είχε δει ποτέ. Μιλούσε για μια Ελλάδα που δεν είχε επισκεφτεί. Για την Ελλάδα του ανθρώπου που του έσωσε τη ζωή.
Ο παππούς κάποια στιγμή πέθανε. Σήμερα, εδώ στην αυλή μας, κάποιοι άλλοι, έγκλειστοι – φυλακισμένοι σε μια λωρίδα γης δίνουν τον δικό τους αγώνα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Απέναντί τους έχουν ένα κράτος που ενεργεί στο όνομα και του παππού. Σε αυτό το κράτος καταπιεστή δεν αξίζει ο παππούς.
Αλλά οι εξεγερμένοι πρέπει κάπου να μπορούν να ακουμπήσουν. Πάντα γι’ αυτούς θα υπάρχει ο Μανώλης και όλοι οι αλληλέγγυοι στον αγώνα τους Μανώληδες.
*Ο Αλέκος Μόσχος είναι εκπαιδευτικός
Πηγή: short stories.gr
📸Bilakis/Pexels